«Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας» στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη
Μια έκθεση με περισσότερα από εβδομήντα εμβληματικά έργα της εξελικτικής του πορείας
Δημοσίευση 12/2/2018 | 17:41
Ο Βολανάκης είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της περίφημης Σχολής του Μονάχου, ο οποίος παρέκαμψε τα ηθογραφικά θέματα και τις προσωπογραφίες, που αποτελούν την κυρίαρχη τάση της συγκεκριμένης σχολής, και με το χρωστήρα του αποτύπωσε τη βαθειά του αγάπη για τη θάλασσα και τα πλοία.
Ιστιοφόρα, ατμόπλοια, καΐκια και βάρκες, αποτυπωμένα με το προσωπικό του ύφος, σφραγίζουν τον γνώριμο ζωγραφικό του κόσμο.
Πολύτιμα έργα της συλλογής Πάνου Λασκαρίδη μαζί με την «Πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό» (1882) και την «Ναυμαχία του Ναβαρίνου κατά Garneray» του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδας, τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» (1882) του Αρχηγείου Ναυτικού, τα «Ιστιοφόρα» (1886-1890) της Εθνικής Τράπεζας, το «Λιμάνι του Βόλου» και η «Βάρκα με πανί» της Συλλογής Μαριάννας Λάτση, η «Έξοδος του Άρεως» (1894) και η «Άφιξη της πριγκίπισσας Σοφίας στο Φάληρο», (1889-1890), της Συλλογής Ευαγγέλου Αγγελάκου, τα «Ιστιοφόρα» και «Πλοία στον ορίζοντα» του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, «Το λιμάνι του Βόλου» της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ, «Το λιμάνι του Πειραιά» (1886) της Δημοτικής Πινακοθήκης Πειραιά, «Η αποβίβαση» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, το «Ιστιοφόρο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα» (1890-1895) της Συλλογής Alpha Bank, «Πριν από την καταιγίδα» και «Στην αποβάθρα» της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και πολλά άλλα ιδιωτών, όπως το «Ιστιοφόρο με ανοιχτά πανιά» (1876) και «Η αναχώρηση» (π. 1880), αποκαλύπτουν το προσωπικό ύφος ενός μεγάλου θαλασσογράφου.
Ο επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς, αναφέρει στον πολυσέλιδο κατάλογό της: «O Κωνσταντίνος Βολανάκης σε όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή (1856-1907), με βαθειά ζωγραφική αίσθηση και αμείωτο ενθουσιασμό, έστρεψε το βλέμμα του στην απόδοση της θάλασσας, σαν να αποζητούσε να αποκαλύψει τα μυστικά της, την αυθεντική αλήθεια που αντιστέκεται στην αδυσώπητη ροή του χρόνου και κερδίζει την αιωνιότητα. Η ζωή των πλοίων, τα λιμάνια με τις συναθροίσεις των ιστιοφόρων, παρασύρουν το θεατή σε ένα φανταστικό ταξίδι. Η θάλασσα, με τις αισθητικές και ερωτικέςσυμμετρίες της, προκάλεσε τη δημιουργική του δράση, αγγίζοντας με τον χρωστήρα του την οπτική, αλλά και τη μεταφυσική της διάσταση. Η θαλασσογραφία και η τοπιογραφία του έχουν τον δικό τους λόγο και αντίλογο στην ιστορία της τέχνης. Πιστός στην ακαδημαϊκή παράδοση, ο Βολανάκης τονίζει τις επιμέρους λεπτομέρειες των θεμάτων δίνοντας έμφαση στην πιστή αναπαράσταση της οπτικής πραγματικότητας. Η ευκρίνεια, οι μεταβολές του φωτός, ηπολύμορφη και διαφορετική απόδοση των σύννεφων, η φευγαλέα κίνηση του καπνού των φουγάρων αποτελούν γνώριμα στοιχεία του έργουτου. Εκείνο που τον απασχόλησε κυρίως ήταν η απεραντοσύνη της φύσης, η σχέση της θάλασσας με τον ουρανό και η ζωή των αγαπημένων του πλοίων, που αποτελούν την ταυτότητα του ζωγραφικού του κόσμου. Έτσι, επιστρατεύονται μύριες τονικότητες του γαλάζιου και του γκρι έως του καφέ και του κόκκινου για να αποτυπώσει κάθε φορά μια διαφορετική ατμόσφαιρα, μια διαφορετική συγκίνηση. Η υγρή φωτεινότητα, τα λαμπυρίζοντα χρώματα της θάλασσας, το μυστηριακό σκοτάδι στο λιμάνι του Βόλου προκάλεσαν το ενδιαφέρον του για το φως και τοχρώμα, τη σχεδιαστική ακρίβεια και τη δομημένη σύνθεση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της κίνησης, αλλά και της ακινησίας, την απόδοση του στιγμιαίου, αλλά και του φευγαλέου. Η τέχνη του Βολανάκη εξακολουθεί να συγκλονίζει τους λάτρεις της κλασικής ζωγραφικής και του θαύματος της ομορφιάς, αφού με τα θέματά της αγγίζει την ευαισθησία και λυτρώνει την ανθρώπινη ζωή από τη φθορά και τη μιζέρια της καθημερινότητας. Η ζωγραφική του έχει προσωπικό ύφος, δύναμη παραστατικής ενάργειας, εύρος και αυθεντικότητα που ορίζει το καλλιτεχνικό του μέγεθος με τις ρεαλιστικές, αλλάκαι ρομαντικές-ποιητικές του αποτυπώσεις, εδραιώνοντας τη φήμη του ως «ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας».
Ο Βολανάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Μαρτίου 1837. Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου και πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον σπουδαίο ζωγράφο, Ανδρέα Κριεζή. Στη συνέχεια, ταξίδεψε και εργάστηκε στην Τεργέστη. Σε ηλικία 27 ετών γράφεται στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Μόναχο, όπου σπούδασε κοντά στον Karl von Piloty. Η σημαντική εκθεσιακή του δραστηριότητα σημαδεύτηκε από πολλές επιτυχίες και διακρίσεις. Έλαβε μέρος στο διαγωνισμό που προκήρυξε το 1866 η αυστριακή κυβέρνηση, με θέμα την απεικόνιση της «Ναυμαχίας της Λίσσας». Ο πίνακας παρουσιάστηκε το 1868 στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης και αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Συμμετείχε, επίσης, στις εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρίας του Μονάχου κατά τα έτη 1868, 1869, 1872, 1873, 1877 και 1878. Το 1877, μάλιστα, το έργο του «Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ», το οποίο είχε εκτεθεί στο Λονδίνο, αγοράστηκε από το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, ενώ, παράλληλα, δίδαξε στο Καλλιτεχνικό Κέντρο, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, όπως με το αργυρό βραβείο στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903, με βραβείο στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντό το 1907, ενώ του απενεμήθη και ο Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος το 1889. Το 1883 παρουσίασε στα Ανάκτορα τον περίφημο πίνακά του μνημειακών διαστάσεων, η «Ναυμαχία της Σαλαμίνας». Απεβίωσε στον Πειραιά το 1907.
Την έκθεση συνοδεύει ομότιτλος κατάλογος με χαιρετισμό του κ. Βασίλη Θεοχαράκη, Προέδρου του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη, και με κείμενα του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης, Μανόλη Βλάχου και του επιμελητή της έκθεσης και Διευθυντή του Εικαστικού Προγράμματος του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη, Τάκη Μαυρωτά.