Τι πίστευε ο Στίβεν Χόκινγκ για το Θεό και τους εξωγήινους
Τολμηρός, καινοτόμος, σπουδαία προσωπικότητα
Δημοσίευση 14/3/2018 | 10:40
Σε ηλικία 76 ετών απεβίωσε, στο σπίτι του στο Κέιμπριτζ, ο εμβληματικός Βρετανός φυσικός Στίβεν Χόκινγκ, ο οποίος εδώ και δεκαετίες βρισκόταν καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, εξαιτίας ανίατης νευρολογικής νόσου.
Ένας άνθρωπος που συγκίνησε τους πάντες με την προσωπική περιπέτεια της υγείας του και ένας επιστήμονας που -παρόλο που μιλούσε με συνθετική φωνή- ενέπνευσε πολλούς άλλους επιστήμονες με τις πρωτοποριακές ιδέες του. Και, αναμφίβολα, ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο, ενός τόσο προχωρημένου νου σε ένα τόσο αχρηστευμένο σώμα, που τον βοήθησε να γίνει παγκόσμιο σύμβολο.
Έγινε διάσημος για το έργο του πάνω στις μαύρες τρύπες, τη βαρύτητα και τη γενική σχετικότητα, ενώ ήταν ο συγγραφέας πολλών δημοφιλών βιβλίων, με κορυφαίο τη «Σύντομη Ιστορία του Χρόνου», που είχε εκδοθεί το 1988, μεταφράσθηκε σε 40 γλώσσες (και στα ελληνικά) και πούλησε περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Οι κακεντρεχείς πάντως το ονόμασαν «το σπουδαιότερο αδιάβαστο βιβλίο στην ιστορία».
Η κινηματογραφική ταινία «Η θεωρία του παντός» το 2014 για τη ζωή του Χόκινγκ, με τον θαυμάσιο Έντι Ρεντμέιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο να κερδίζει το Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού, έκανε ευρύτερα γνωστό τον Βρετανό κοσμολόγο. Ο ίδιος χάρηκε με την ταινία και δήλωσε για τον Ρεντμέιν «μερικές φορές νόμιζα ότι ήμουν εγώ».
Αλλά το πιο εντυπωσιακό δεν ήταν ότι ο Χόκινγκ έγραψε την ιστορία του χρόνου από την απαρχή του σύμπαντος. Ήταν ότι ο ίδιος είχε τελικά πολύ χρόνο στη διάθεσή του, παρόλο που όταν ως φοιτητής το 1963, σε ηλικία μόλις 21 ετών, διαγνώσθηκε με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση, γνωστή και ως νόσο Λου Γκέριγκ ή του κινητικού νευρώνα, οι γιατροί του έδιναν δύο μόνο χρόνια ζωής.
Όμως ο Χόκινγκ, που ποτέ δεν έχασε το βρετανικό χιούμορ του, παρά τη δύσκολη κατάστασή του, διέψευσε κάθε προσδοκία και έζησε για να γίνει ο πιο διάσημος επιστήμονας μετά τον 'Αϊνστάιν. Ακόμη και όταν η νευροεκφυλιστική νόσος του επέτρεψε να κουνάει μόνο τα μάτια του και ένα δάχτυλο, οι διανοητικές δυνάμεις του φαίνονταν ακμαίες.
Όπως είπε κάποια μέρα, «μολονότι κρεμόταν ένα σύννεφο πάνω από το μέλλον μου, διαπίστωσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι απολάμβανα τη ζωή μου στο παρόν περισσότερο από ό,τι πριν. Και τότε άρχισα να κάνω πρόοδο στην έρευνά μου». Ο στόχος του ήταν απλός, όπως εξήγησε: «Η πλήρης κατανόηση του σύμπαντος, γιατί είναι όπως είναι και γιατί τελικά υπάρχει». Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί απλό...
Οι μαύρες τρύπες
Από επιστημονική άποψη, ο Χόκινγκ θα μείνει μάλλον στα χρονικά της επιστήμης, επειδή έθεσε ένα ασυνήθιστο ερώτημα: Πότε μια μαύρη τρύπα δεν είναι μαύρη; Όταν εκρήγνυται, ήταν η απάντησή του.
Το πρώτο του επιστημονικό επίτευγμα, σύμφωνα με τη «Guardian», ήλθε το 1970, όταν μαζί με τον Ρότζερ Πενρόουζ εφάρμοσαν τα μαθηματικά των μαύρων οπών σε όλο το σύμπαν και έδειξαν ότι υπήρχε μια μοναδική περιοχή άπειρης καμπυλότητας στο χωροχρόνο, από όπου προέκυψε η αρχική «Μεγάλη Έκρηξη» (Μπιγκ Μπανγκ).
Το 1974 χρησιμοποίησε την κβαντική θεωρία για να δηλώσει ότι οι μαύρες τρύπες εκπέμπουν θερμότητα, άρα χάνουν ενέργεια και τελικά «πεθαίνουν», με μια πολύ αργή διαδικασία που μπορεί να χρειασθεί περισσότερα χρόνια από όλη την ηλικία του σύμπαντος. Η πρότασή του ότι οι μαύρες τρύπες εκπέμπουν ακτινοβολία με μορφή θερμότητας, πυροδότησε μια μακρά διαμάχη στην κοσμολογία. Σύμφωνα με τον Χόκινγκ, αυτό σήμαινε ότι όλες οι πληροφορίες που πέφτουν μέσα στη μαύρη τρύπα, θα χάνονται για πάντα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με έναν από τους νόμους της κβαντικής θεωρίας, με αποτέλεσμα να έλθει σε σύγκρουση με τους περισσότερους συναδέλφους του.
Ο Χόκινγκ στη συνέχεια άλλαξε άποψη και υποστήριξε ότι οι πληροφορίες αποθηκεύονται στον ορίζοντα γεγονότων της μαύρης τρύπας και μετατρέπονται σε ακτινοβολία ξανά, η οποία εκπέμπεται από τη μαύρη τρύπα. «Παραδέχομαι ότι ίσως η απώλεια της πληροφορίας δεν συμβαίνει», φώναξε μια μέρα δυνατά με την ηλεκτρική φωνή του στους φοιτητές του μέσα σε ένα παμπ.
Μόλις στα 32 του, εξελέγη τιμητικά μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Βρετανίας και πέντε χρόνια αργότερα καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στην πιο διάσημη πανεπιστημιακή έδρα της Βρετανίας - αν όχι όλου του κόσμου- που κάποτε κατείχαν ο Ισαάκ Νεύτων και ο Πολ Ντιράκ. Έμεινε σε αυτή τη θέση για 30 χρόνια και μετά έγινε διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Θεωρητικής Κοσμολογίας του ιστορικού πανεπιστημίου.
Το 1982 ήταν από τους πρώτους που έδειξαν ότι οι κβαντικές διακυμάνσεις οδήγησαν -μέσω της διαδικασίας του κοσμικού πληθωρισμού- στη δημιουργία και εξάπλωση των γαλαξιών στο σύμπαν.
Αν και δεν κατάφερε - ή δεν πρόλαβε- να πάρει το Νόμπελ, είχε τιμηθεί με πολλά άλλα σημαντικά βραβεία ('Αλμπερτ Αϊνστάιν, Βολφ, Κόπλεϊ κ.α.). Επίσης, αρεσκόταν να βάζει επιστημονικά στοιχήματα με άλλους φυσικούς, αν και είχε μια τάση να τα χάνει, όπως, για παράδειγμα, όταν το 2012 έχασε 100 δολάρια, επειδή είχε στοιχηματίσει ότι ποτέ δεν θα ανακαλυπτόταν το μποζόνιο του Χιγκς - το οποίο βρέθηκε στο CERN λίγο μετά!
Οι κοινωνικές παρεμβάσεις του και ο παράδεισος
Παρέμεινε ως το τέλος ενεργός πολίτης και, μεταξύ άλλων, προειδοποίησε κατ' επανάληψη για τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και της πιθανότητας μιας συνάντησης με τους εξωγήινους, που μπορεί να έχει άσχημη κατάληξη για τους ανθρώπους. Επίσης, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της αποίκησης άλλων πλανητών ως διέξοδο σωτηρίας της ανθρωπότητας σε περίπτωση που η Γη καταστραφεί από ένα πόλεμο, πτώση αστεροειδούς ή άλλη αιτία.
Επίσης, είχε καλές σχέσεις με τους Παλαιστινίους επιστήμονες και δεν δίστασε να μποϊκοτάρει ένα συνέδριο στο Ισραήλ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολιτική του. Και βέβαια, με το βιβλίο του «Το Μεγάλο Σχέδιο» (μεταφρασμένο και στα ελληνικά) δήλωσε προκλητικά δεν χρειαζόταν καθόλου ο Θεός για να εξηγηθεί το σύμπαν - μια αθεϊστική δήλωση που ενόχλησε τους θρησκευόμενους.
Όπως είπε, «θεωρώ τον εγκέφαλο ένα κομπιούτερ που θα σταματήσει να δουλεύει, όταν τα μέρη του χαλάσουν. Δεν υπάρχει παράδεισος ή μεταθανάτια ζωή για τους χαλασμένους κομπιούτερ. Αυτό είναι ένα παραμύθι για τους ανθρώπους που φοβούνται το σκοτάδι».
Ο Χόκινγκ είχε παντρευτεί τη συμφοιτήτριά του Τζέιν Γουάιλντ το 1965 (δύο χρόνια μετά τη διάγνωση της νόσου του) και έκαναν τρία παιδιά, αλλά χώρισαν το 1991, καθώς η κατάστασή της υγείας του εκ των πραγμάτων έκανε τρομερά δύσκολες τις συνθήκες του γάμου. Η γυναίκα του έγραψε αργότερα ότι είχαν καταντήσει «αφέντης» και «σκλάβα».
Το 1995 ο Χόκινγκ παντρεύτηκε μία από τις νοσοκόμες του, την Ελέιν Μέισον, ένας γάμος που διήρκεσε 11 χρόνια και στη διάρκεια του οποίου η αστυνομία κλήθηκε να διερευνήσει κατηγορίες για επιθέσεις που δέχθηκε ο Χόκινγκ από τη σύζυγό του. Όμως ο ίδιος αρνήθηκε κάτι τέτοιο και η αστυνομία αναγκάσθηκε να σταματήσει τις έρευνες σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Σε δήλωσή τους, τα τρία παιδιά του από τον πρώτο γάμο, Λούσι, Ρόμπερτ και Τίμοθι, αναφέρουν ότι «ήταν ένας μεγάλος επιστήμονας και ένας ξεχωριστός άνθρωπος, του οποίου το έργο και η κληρονομιά θα διαρκέσουν για πολλά χρόνια. Θα μας λείπει πάντα».