Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ότι χειρότερο συνέβη στην ανθρωπότητα τον 20ο αιώνα. Εκατομμύρια άνθρωποι βρήκαν φρικτό θάνατο και πολλοί περισσότεροι υπέφεραν. Η Πολωνία, η χώρα στην οποία εισέβαλλε πρώτα ο Χίτλερ, είχε ίσως την χειρότερη μοίρα.
Το 1940, μετά από την εισβολή, οι ναζί συγκέντρωσαν περίπου 3 εκατομμύρια Εβραίους σε γκέτο, τα οποία ίδρυσαν σε μεγάλες πόλεις της χώρας. Το πιο μεγάλο, όπου οι έγκλειστοι έφταναν περίπου το μισό εκατομμύριο, ήταν το «Γκετο της Βαρσοβίας». Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες και χιλιάδες από αυτούς πέθαιναν καθημερινά από αρρώστιες, ασιτία ή εκτελέσεις. Το 1942, περίπου 250.000 κάτοικοι του γκέτο στάλθηκαν σε μια περίοδο δυο μηνών στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
Πριν από την εισβολή, η Ιρένε Σέντλερ δούλευε ως κοινωνική λειτουργός της Κοινωνικής Πρόνοιας στην Βαρσοβία. Από την πρώτη μέρα κιόλας της δημιουργίας του γκέτο, άρχισε να βοηθά πολλούς Εβραίους εφοδιάζοντάς τους με πλαστά έγγραφα ώστε να μπορέσουν να αποδράσουν. Το 1943 η, παράνομη για τους ναζί, οργάνωση Ζεγκότα, που είχε συσταθεί για να βοηθήσει τους Εβραίους, την έθεσε επικεφαλής για την διάσωση των Εβραίων παιδιών από το «Γκετο της Βαρσοβίας».
Η Σέντλερ εκμεταλλέυτηκε το γεγονός ότι μπορούσε να μπαίνει στο γκέτο ως υπάλληλος της Πρόνοιας. Σε συνεννόηση με τους γονείς τους, η Σέντλερ κατόρθωσε να εφοδιάσει με πλαστά χαρτιά και να βγάλει κρυφά 2.500 παιδιά έξω από το γκέτο και να τα σώσει από βέβαιο θάνατο.
Τα παιδιά αποκτούσαν ψεύτικες ταυτότητες και μεταφέρονταν σε ορφανοτροφεία, σε μοναστήρια ή σε πολωνικές οικογένειες. Η Σέντλερ σκαρφίστηκε ότι ήταν δυνατό για να μπορέσει να τα φυγαδεύσει. Τους έδινε υπνωτικά και ισχυριζόταν ότι είναι νεκρά, τα έκρυβε μέσα σε εργαλειοθήκες, ενώ ο σκύλος του συνεργάτη της πολύ συχνά γάβγιζε επίτηδες για να καλύψει το κλάμα τους. Οι μέρες και οι νύχτες ήταν ατέλειωτες, αλλά η λίστα των παιδιών που σώθηκαν ήταν τεράστια.
Ωστόσο, το 1943, η Σέντλερ συνελήφθη από την Γκεστάπο. Τα βασανιστήρια ήταν απάνθρωπα. Τις έσπασαν τα πόδια και τα χέρια, την χτυπούσαν ανελέητα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά δεν είπε ούτε μισό όνομα. Ούτε συνεργατών, ούτε παιδιών.
Οι Γερμανοί την καταδίκασαν σε θάνατο, όμως με την βοήθεια της οργάνωσης κατάφερε να ξεφύγει. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα κρύφτηκε αλλά επέστρεψε στην Βαρσοβία για να βοηθήσει και πάλι. Μετά την απελευθέρωση, η πόλη ανάσανε. Αλλά αρχικά η συνεισφορά της δεν αναγνωρίστηκε.
Σε αυτό έφταιγε η σχέση της τον καιρό της κατοχής με την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση, με την μετέπειτα κομμουνιστική Πολωνία να μην θέλει να επιβραβεύσει αυτή την σχέση. Όταν της απονεμήθηκε ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» το 1965, η κομμουνιστική κυβέρνηση δεν της επέτρεψε να ταξιδέψει στο Ισραήλ. Κάτι που έγινε εφικτό μετά από 18 ολόκληρα χρόνια.
Το 2007 προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης. Το όνομα της προκάλεσε έκπληξη, και τότε έγινε γνωστή η δράση της. Δεν το κέρδισε, αλλά αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Έναν χρόνο αργότερα, άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 98 ετών. Η ίδια δεν ήθελε βραβεία. Ήταν ευχαριστημένη που έσωσε τόσα πολλά παιδιά από το γκέτο και τον θάνατο. Όπως είπε και η ίδια, «Κάθε παιδί που σώθηκε με τη βοήθειά μου αποτελεί δικαίωση της ύπαρξής μου στη γη και όχι έναν τίτλο δόξας»...