Οι Ευμενίδες, του Αισχύλου στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου
Στο τρίτο μέρος της αισχύλειας τριλογίας, συναντάμε τον Ορέστη στο μαντείο των Δελφών
Δημοσίευση 4/4/2018 | 17:30
Στο τρίτο μέρος της αισχύλειας τριλογίας, συναντάμε τον Ορέστη στο μαντείο των Δελφών, όπου έχει καταφύγει για να ρωτήσει τον Απόλλωνα, πώς θα γλιτώσει από τις Ερινύες που τον κυνηγούν, μετά τον φόνο της Κλυταιμνήστρας.
Ο θεός τον συμβουλεύει να φύγει όσο οι Ερινύες ακόμα κοιμούνται και να καταφύγει στην Αθήνα. Στο ναό εμφανίζεται εν τω μεταξύ το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας, που ζητά δικαίωση, καθώς ο Ορέστης παραμένει ατιμώρητος.
Οι Ερινύες ξυπνούν διωγμένες από το ναό του Απόλλωνα ακολουθούν τον Ορέστη ως την Αθήνα, όπου τον βρίσκουν ικέτη στο άγαλμα της Αθηνάς. Η θεά εμφανίζεται και ζητά να ακούσει και τις δύο πλευρές, αφενός τις Ερινύες, αφετέρου την απολογία του Ορέστη.
Καθώς η υπόθεση είναι πολύ δύσκολη, η Αθηνά αποφαίνεται πως πρέπει να συγκληθεί ειδικό δικαστήριο που θα κρίνει την αθώωση ή την ενοχή του ήρωα και θεσμοθετεί μ’ αυτό τον τρόπο ενώπιον των Αθηναίων πολιτών τον Άρειο Πάγο.
Κατόπιν καταφτάνει κι ο θεός Απόλλωνας που αναλαμβάνει την υπεράσπιση του μητροκτόνου Ορέστη αλλά το αποτέλεσμα της δίκης που καταλήγει σε ισοψηφία καθορίζεται εντέλει από την ψήφο της θεάς Αθηνάς που αθωώνει τον Ορέστη στην θεωρούμενη, ιδρυτική αυτή πράξη της Δημοκρατίας αλλά και της Πατριαρχίας. Οι Ερινύες εξευμενίζονται και μετατρέπονται σε Ευμενίδες.
Σημείωμα σκηνοθέτη:
«Αφήστε το φόβο να ζει στην πολιτεία»
Στο εγχείρημα αυτό μας καθοδηγεί μια ανάγκη καταβύθισης στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού, απόλυτης έκθεσης των φαντασιώσεων, της ανασφάλειας και των φόβων μας ενώπιον του κοινού. Είναι μια απόπειρα να μπει σε διάλογο το Συνειδητό με το Ασυνείδητο, το βαθύτερα καταγεγραμμένο.
Οι Ερινύες εμφανίζονται ως φόβητρα, ψιθυρίζοντας τις εντολές τους, τα ονόματα των αντιδίκων τους, και τότε ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τη βαθιά αλήθεια πως είναι ο ίδιος οι φωνές αυτές, περιέχει όλα τα πρόσωπα του έργου και, ταυτόχρονα, όλα τον περιέχουν.
Η παράσταση αυτή είναι μια υποκριτική δοκιμασία με σκοπό να αποκαλυφθεί η αισθητική όχι της εικονοποίησης, αλλά μιας ιδανικής κατάστασης όπου ο θεατής βλέπει όχι αυτό που παρουσιάζεται μπροστά του, αλλά αυτό που ο ηθοποιός φαντάζεται. Θεατής και ηθοποιός συναντιούνται σ’ ένα αόρατο τοπίο και μοιράζονται μια ανεπανάληπτη εμπειρία.