Ο «Louis the Greek» ή αλλιώς Λούης Τίκας ή Ηλίας Σπαντιδάκης, μνημονεύεται ακόμα στα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ. Το απαράμιλλο θάρρος του και η αγωνιστικότητά του, δεν μπορεί να ξεχαστεί. Όπως και η στυγερή και άδικη δολοφονία του. Παρόλο που ο ίδιος είχε σηκώσει λευκή σημαία...
Η γνωστή του ιστορία ξεκινά στα 20 του χρόνια, όταν έφυγε από την Κρήτη για να αναζητήσει καλύτερη τύχη στην «γη των ευκαιριών». Το πλοίο που τον μετέφερε έφτασε στην Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1906. Από εκεί έφυγε για το Κολοράντο, για να αναζητήσει δουλειά στο Ντένβερ, στην χαλυβουργία «Πουέμπλο». Το πρώτο του μεροκάματο ήταν 1,75 δολάρια.
Τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε Αμερικανός πολίτης. Άνοιξε καφενείο στην περιοχή, που αργότερα μετονομάστηκε σε Greektown. Τότε στο Ντενβερ ζούσαν περίπου 240 Έλληνες. Απέναντι από το καφενείο ήταν τα γραφεία «Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου». Είχε γίνει από την αρχή μέλος τους και αυτός ήταν ο λόγος που απορρίφθηκε από το αστυνομικό σώμα. Στο μυαλό του πάντα υπήρχε η πλήρης αφομοίωση στην νέα του πατρίδα.
Μιλούσε καλά αγγλικά και βοηθούσε τους Έλληνες να στείλουν λεφτά πίσω στους συγγενείς τους. Ήταν ηγέτης και ο άνθρωπος όλων. Ως ριζοσπάστης αντιδρούσε στην αντιμετώπιση που είχαν οι Έλληνες. Ο Λεωνίδας Σκλήρης από την Σπάρτη, αναλάμβανε τους Έλληνες που έφταναν στο Κολοράντο, αλλά τους έβρισκε δουλειά για λιγότερα απ’ όσα έπαιρναν οι Γερμανοί και οι Ουαλοί. Αυτό έπρεπε να αλλάξει.
Το 1912 εγκατέλειψε το καφενείο. Έπιασε δουλειά στα ορυχεία του Κολοράντο, όπου οι εργάτες δούλευαν σαν σκλάβοι. Στις 19 Νοεμβρίου με επικεφαλής τον Τίκα, 63 Έλληνες κάνουν απεργία. Πολλοί συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, ενώ οι προβοκάτσιες ήταν καθημερινές. Ο Τίκας ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακορύχων Αμερικής». Συγκέντρωσε στοιχεία για τους θανάτους των εργατών και διέδιδε πως αν δεν αλλάξει η κατάσταση, θα ξεκινήσει ο «βιομηχανικός πόλεμος».
Έτσι γεννήθηκε ο «Louis the Greek», ένας ηγέτης όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των εργατών του Κολοράντο. Η εταιρία όμως του Τζον Ροκφέλερ δεν έκανε πίσω. Τον Σεπτέμβριο του 1913, θα ξεκινήσει η αιματηρή απεργία του Λάντλοου. Η εταιρία έδιωξε τους απεργούς από τα σπίτια τους. Εκείνοι όμως συνέχισαν. Ο Ρόκφελερ ζήτησε την βοήθεια της εθνοφρουράς που «αν χρειαστεί να γίνει βίαιη». Ο κυβερνήτης συμφώνησε.
Η εθνοφρουρά ζήτησε από τον Τίκα να τους παραδώσει δυο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας αρνήθηκε. Ο πρώτος πυροβολισμός έπεσε λίγα λεπτά αργότερα. Πάνω από 40 άτομα, ανάμεσά τους και ένα αγόρι, έπεσαν νεκροί.
Ο Λούης Τίκας σήκωσε λευκή σημαία για να μιλήσει με τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Karl Linderfeld. Οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν πως ο λοχαγός χτύπησε τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του, μέχρι που αυτή έσπασε στα δυο. Ο Τίκας έπεσε νεκρός και οι εθνοφρουροί πυροβολούσαν ανελέητα το άψυχο σώμα του ηρωικού Κρητικού. Σκότωσαν ακόμα 18 άτομα και διέλυσαν την απεργία. Στις 27 Απριλίου, στην κηδεία του «Louis the Greek» χιλιάδες εργάτες μαζεύτηκαν για να τον αποχαιρετήσουν. Ήταν ένας ήρωας για όλα τα συνδικάτα. Μετά το Λάντλοου, οι εργάτες οργανώθηκαν και άρχισαν έναν ανταρτοπόλεμο με την εθνοφρουρά. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γουίντροου Γούιλσον, αναγκάστηκε να στείλει στρατό στην περιοχή.
Η απεργία ξεχάστηκε για περίπου 5 δεκαετίες, μέχρι που το είδωλο του Bob Dylan, Woody Guthrie, έγραψε το τραγούδι «The Ludlow Massacre». Σήμερα το Λάντλοου δεν υπάρχει σαν πόλη. Όμως το μνημείο των νεκρών και ο τάφος του Λούη Τίκα, θα είναι πάντα εκεί για να θυμίζει τον αγώνα των εργατών, που έδωσαν την ζωή τους εναντίον της αδικίας.