Συγκλονίζει η μαρτυρία ανθρώπου που σώθηκε «στο και πέντε» από την φωτιά
«Η φωτιά κι ο καπνός ερχότανε από πάνω μας και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε»
Δημοσίευση 26/7/2018 | 19:48
Τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να σωθεί από τη φωτιά με τη σύζυγό του «στο και πέντε», όπως είπε χαρακτηριστικά, εξιστόρησε ο συνταξιούχος κτηνίατρος Σωτήρης Μοσχοβίτης στο ραδιόφωνο του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Συγκινησιακά φορτισμένος -όπως ήταν φυσικό- επεσήμανε πως απ’ το σπίτι τους δεν έμεινε τίποτε, ενώ τα δύο αυτοκίνητά τους κάηκαν. Στην αφήγησή του εξήγησε πώς η φωτιά περικύκλωσε τα αυτοκίνητα της γυναίκας του και του ίδιου και τα εγκατέλειψαν τρέχοντας πεζή να σωθούνε. Και τα κατάφεραν, όπως λέει, επειδή ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια της περιοχής, γιατί πριν από τρεις μήνες είχε κάνει εγχείρηση by pass και μετά από προτροπή των γιατρών περπατούσε καθημερινά γύρω στα δέκα χιλιόμετρα...
Ερωτηθείς πού βρίσκεται το εξοχικό του σπίτι, ο κ. Μοσχοβίτης απάντησε πως «είναι ή μάλλον ήταν μιας και έχει καεί, 20 – 30 μέτρα πάνω από την "Αργυρά Ακτή", στην οδό Πάρου. Κατά τις 5.30 περίπου το απόγευμα της Δευτέρας βλέπαμε τις φλόγες να φουντώνουνε και προέτρεψα τη γυναίκα μου να φύγουμε. Όπως ήμασταν φορέσαμε κάτι πρόχειρο, πήραμε τα αυτοκίνητά μας και φύγαμε».
Ο κ. Μοσχοβίτης διηγήθηκε τα όσα έζησε εκείνα τα κρίσιμα λεπτά: «Είδα ότι η φωτιά είχε φτάσει στη ρεματιά. Εγώ είμαι ψηλά. Στο ρέμα έχουν χτίσει σπίτια. Όταν είδα να "βουτάει" το ελικόπτερο μέσα στη ρεματιά κατάλαβα ότι η φωτιά είναι εκεί πέρα και σε λίγο είδα τον καπνό να ανεβαίνει επάνω κατακόκκινος. Οπότε φύγαμε. Πήραμε τα αυτοκίνητα και δεν πήγαμε προς την "Αργυρά Ακτή". Επειδή ξέρω καλά την περιοχή και τα μονοπάτια, δεν πήγαμε από εκεί πέρα γιατί από εκεί ήταν η φωτιά, αλλά κατευθυνθήκαμε προς τη Ραφήνα.
Μπροστά πήγαινε η γυναίκα μου με το αυτοκίνητό της και πίσω εγώ με το δικό μου. Αφού διανύσαμε περίπου 100 μέτρα είδαμε μπροστά από το αυτοκίνητο της γυναίκας μου να πετιούνται φλόγες σαν να έβγαιναν από φλογοβόλο με ύψος ενάμισι-δύο μέτρων οπότε σταμάτησε. Προσπάθησα να γυρίσω με το αυτοκίνητο πίσω, αλλά είδα το ίδιο να συμβαίνει και πίσω μας. Οπότε κατέβηκα από το αυτοκίνητο, έβγαλα τη γυναίκα μου έξω από το αυτοκίνητό της κι αρχίσαμε να τρέχουμε από μονοπάτια που γνώριζα επειδή τα είχα περπατήσει, φύγαμε από ένα δρομάκι και ήταν κι άλλος κόσμος εκεί. Περίπου 25 άτομα.
Τους προέτρεψα και ήρθαν μαζί μας, παρότι μία κυρία με τον άνδρα της επέμενε να πάμε προς άλλη κατεύθυνση. Βρισκόμασταν 2-3 οικόπεδα κοντά στο σημείο όπου οι 25 συμπολίτες μας κάηκαν όλοι μαζί. Από εκεί τους οδήγησα σε ένα μονοπάτι που βγαίνει μεν στην ακτή, αλλά έχει ύψος γύρω στα οκτώ με δέκα μέτρα και δεν είναι εύκολα προσβάσιμη η παραλία. Είναι για κατσίκια. Αναγκαστικά όμως έπρεπε να κατεβούμε από εκεί για να σωθούμε. Κάθισα εγώ πρώτος στο έδαφος, από πίσω μου η γυναίκα μου με κύκλωσε σαν "ψαλιδιά", βάζοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση μου και με τον ίδιο τρόπο ακολούθησαν οι υπόλοιποι -όπως χορεύαμε παλιά γιάνκα- ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κι αρχίσαμε τσουλώντας να κατεβαίνουμε προς την ακτή όπου δεν υπήρχε αμμουδιά αλλά βράχια.
Στο μέσον της διαδρομής χάλασε η “αλυσίδα” και ορισμένοι άρχισαν να κατρακυλούν και να πέφτουν στη θάλασσα. Τελικά φτάσαμε όλοι στο νερό στο “παρά πέντε” γιατί αμέσως έφτασαν οι φλόγες στην ακτή. Παρότι ήμασταν μέσα στη θάλασσα δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί επειδή ερχόντουσαν επάνω μας οι καύτρες και μας έκαιγαν οπότε αναγκαστήκαμε και κολυμπήσαμε περίπου 15 μέτρα όπου είχε έναν βράχο. Ανεβήκαμε επάνω στον βράχο κι εκεί μείναμε περίπου τρεισήμισι ώρες. Κατά τις 9.30 το βράδυ ήρθαν μερικά βαρκάκια μας πήρανε και μας πήγανε στο μεγάλο σκάφος του Λιμενικού που βρισκότανε πιο βαθειά και το οποίο μας αποβίβασε στη Ραφήνα».
«Η φωτιά κι ο καπνός ερχότανε από πάνω μας και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Γι’ αυτό αναγκαζόμασταν να βουτάμε στη θάλασσα με το κεφάλι και βγαίνοντας πάνω από το νερό βάζαμε τις βρεγμένες μπλούζες μας στη μύτη μας ώστε να μπορούμε να αναπνέουμε. Παράλληλα κάναμε οι άντρες έναν κλοιό -σαν αλυσίδα δίπλα στον βράχο- και στη μέση ήταν οι γυναίκες και τα παιδάκια», ανέφερε ακόμα, συνεχίζοντας: «Τα πόδια μας ακουμπούσανε στον βράχο και με τα χέρια μας κάναμε αλυσίδα και ο τελευταίος κρατούσε τον βράχο και τα παιδιά και οι γυναίκες κάθονταν στους μηρούς μας.
Όταν καταλάγιασε η φωτιά βγήκαμε προς τη βραχώδη ακτή και βλέπαμε τα σκάφη με τα φώτα αλλά δεν πλησίαζε κανένα γιατί προφανώς ψάχνανε γι’ αυτούς που κολυμπούσανε πιο μέσα. Μετά ήρθανε τα βαρκάκια γιατί είχε πολλά βράχια εκεί και μεγαλύτερα σκάφη δεν μπορούσανε να πλησιάσουνε. Παίρνανε τέσσερα πέντε άτομα και τα μετέφεραν στο σκάφος του Λιμενικού».
Ερωτηθείς αν ακούγονταν εκκλήσεις για βοήθεια από κάποιους που κολυμπούσαν, απάντησε: «Πάρα πολλές φωνές... Φωνάζανε τα παιδιά, κλαίγανε, όχι μόνον αυτά που ήτανε μαζί μας αλλά απ’ όλες τις παραλίες. Κάποια στιγμή ακούσαμε από την ακτή έναν κύριο που φώναζε "Τζωρτζίνα", αλλά δεν υπήρξε απάντηση κι έφυγε. Λίγο αργότερα βρήκα στην άκρη του βράχου ένα τάμπλετ που είχε μάλλον παρασυρθεί από το κύμα. Παρότι είχε βραχεί λειτουργούσε.
Ανοίγοντάς το έδειχνε μία φωτογραφία και το όνομα "Τζωρτζίνα". Κάποια στιγμή το τάμπλετ δέχθηκε μία κλήση. Απάντησα λέγοντας πως βρήκα το τάμπλετ στην ακτή και κάποια κυρία μου είπε πως ήταν η μητέρα της Τζωρτζίνας και την έψαχνε. Της απάντησα πως την έψαχνε και κάποιος κύριος ο οποίος πήγε μάλλον σε άλλη παραλία. Στη συνέχεια απενεργοποιήθηκε και δεν ξανάνοιξε. Αύριο θα πάω να το παραδώσω σε κάποιο γραφείο απολεσθέντων που υπάρχει στη Ραφήνα».
Περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατούσε όταν τους αποβίβασε το Λιμενικό στη Ραφήνα, είπε: «Στη Ραφήνα ήτανε κόλαση. Αφήστε τι λένε. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Αλλά τι να πρωτοκάνανε οι Aρχές; Βγαίνανε σκάφη από εδώ σκάφη από εκεί, κατέβαινε κόσμος, το Λιμενικό κατέγραφε. Δεν φταίνε οι αρχές. Φταίμε κι εμείς. Εγώ έβλεπα (στο Μάτι) να μην κάνουν μισό μέτρο μέσα απ’ τον δρόμο. Τι κατάντια είναι αυτή. Εμείς φταίμε πιο πολύ. Δεν γινόταν να έρθει κάποιος για βοήθεια επειδή δεν είχε πρόσβαση. Ένα αυτοκίνητο περνάει από τους περισσότερους δρόμους με δυσκολία κι άμα συναντηθεί μ’ ένα μεγάλο δεν μπορούνε να περάσουνε».
Ολοκληρώνοντας την αφήγησή του, ο Σωτήρης Μοσχοβίτης είπε πως «απ’ το σπίτι μου δεν έμεινε τίποτε. Έμειναν τέσσερα ντουβάρια και τα παράθυρα χάσκουνε. Τα δύο αυτοκίνητά μας κάηκαν ολοσχερώς, αλλά ευτυχώς δόξα τω Θεώ γλυτώσαμε με τον τρόπο που σας προανέφερα. Σωθήκαμε "στο... και πέντε" και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε θεός κελεύει...».