Έφεδρος καταδρομέας έσωσε τους γονείς του και άλλα επτά άτομα στο Μάτι
Απίστευτη ιστορία θάρρους και ανδρείας
Δημοσίευση 27/7/2018 | 08:20
Ένας έφεδρος καταδρομέας με βαθμό ανθυπολοχαγού, αφού γλίτωσε τους ηλικιωμένους γονείς του, έσωσε μικρούς και μεγάλους από βέβαιο θάνατο. Ο λόγος για τον Αντρέα Τριανταφυλλίδη, ιδιωτικό υπάλληλο σήμερα, ο οποίος όταν έπιασε φωτιά στο Μάτι, τα παράτησε όλα και έτρεξε στους δικούς του.
Παντρεμένος και πατέρας δύο μικρών κοριτσιών, ο Αντρέας Τριανταφυλλίδης δεν σκέφτηκε ποτέ να παρατήσει τους δικούς του ανθρώπους, το σπίτι του και τους φίλους του.
«Ενημερώθηκα από τους γονείς μου, 80 ετών περίπου, ότι υπάρχει φωτιά στον Βουτζά και ότι έβλεπαν καπνούς κάπου μακριά. Εφησυχάστηκα και συνέχισα τη δουλειά μου στη Κηφισιά. Ακριβώς μετά από δέκα λεπτά ξεκίνησαν να χτυπάνε τα τηλέφωνα και να με παίρνει ο πατέρας μου πανικόβλητος πως η φωτιά είχε φτάσει κοντά τους. Ξεκίνησα κατευθείαν. Πήρα την Αττική Οδό και έφτασα μέχρι το Πικέρμι, το οποίο ήταν κλειστά από την τροχαία. Εγώ όμως δεν υπήρχε περίπτωση να μην έρθω στους γονείς μου, την περιουσία μου και τους φίλους μου. Πήγα στη Λούτσα και μετά στην παραλία Ραφήνας, όπου κατάλαβα ότι δεν μπορώ να την προσεγγίσω» λέει ο 45χρονος καταδρομέας.
Χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε το αυτοκίνητο του και ξεκίνησε πεζοπορία προς το σπίτι του, το οποίο βρίσκεται πάνω από τέσσερα χιλιόμετρα. Όλα αυτά την στιγμή που η φωτιά έκαιγε τα πάντα και είχε φτάσει στη Ραφήνα.
«Αφήνω το αυτοκίνητο μου και όπως ήμουν ντυμένος από το γραφείο, παίρνω τον πυροσβεστήρα και ένα μπουκάλι νερό και ξεκινάω πεζοπορία να έρθω στο Μάτι να τους βρω. Από το δρόμο οι πυροσβέστες δεν με σταμάτησε κανείς, ήταν χάος, ένα αυτοκίνητο είχε κλείσει το δρόμο στην είσοδο της Ραφήνας. Όταν έφτασα στο Κόκκινο Λιμανάκι που καιγόντουσαν τα σπίτια δεξιά και αριστερά, ήταν μια κόλαση. Άρχισα πια να προβληματίζομαι εάν η επιλογή που έκανα είναι ορθή. Κρίνοντας ότι μπορώ, συνέχισα τη διαδρομή μου και όσο έμπαινα πιο μέσα ήταν χειρότερα. Υπήρχαν παντού αποκλεισμένα αυτοκίνητα καμένα. Στο κέντρο περίπου συναντάω έναν κύριο με μηχανάκι και πάμε μαζί. Στα 100 μέτρα σταματάμε γιατί είχε πέσει η κολόνα της ΔΕΗ. Συνεχίζουμε πάλι πεζοί με τις κολόνες να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας. Υπολογίζαμε χρονικά ποτέ να περάσουμε, γιατί οι κολόνες έπεφταν. Έτσι φτάσαμε μέχρι την Αργυρά Ακτή. Εκεί άρχισαν οι πιο συγκλονιστικές εικόνες, καθώς ήταν όλα τα αυτοκίνητα καμένα και κατεστραμμένα» λέει συγκλονισμένος στo protothema.gr ο Αντρέας, πατέρας δύο κοριτσιών.
Μετά από αυτήν την εικόνα στην Αργυρά Ακτή, ο 45χρονος άντρας ταράζεται και αρχίζει να τρέχει προς το σπίτι του χωρίς να λογαριάζει τι βλέπει μπροστά του και που πάει.
«Προχωράω τρέχοντας, ούτε έβλεπα πια μπροστά μου, προχωράω στο σπίτι μου, ήμουν από τους σκανδαλωδώς ευνοημένους που δεν πάθαμε ζημιά, μια αποθήκη μόνο, οπότε μπαίνω μέσα και οι γονείς μου καθόντουσαν στο σπίτι θεωρώντας ότι είναι πιο καλός ο αέρας. Τους έβγαλα στην θάλασσα και αφού είδα ότι ήταν ασφαλείς τους είπα πρέπει να πάω να βοηθήσω, έχω οικογένεια και δεν μπορούσα να μην το κάνω. Πήγα στο σπίτι έβαλα την παραλλαγή μου των καταδρομών, φόρεσα για ηθικό τον μπερέ μου και κρατώντας ένα φακό και μερικά μπουκάλια νερό στην τσάντα ξεκίνησα» υπογράμμισε.
Ο έφεδρος καταδρομέας όταν βγήκε πάλι έξω από το σπίτι του σκέφτηκε μόνο την προσφορά με θάρρος και με ηθικό ακμαίο μιας και οι γονείς του ήταν καλά, ξεκίνησε τον αγώνα του από τον οποίο έσωσε πολλές ζωές.
«Έξω όταν βγήκα ενθάρρυνα τον κόσμο να πάει στην παραλία χωρίς να φοβάται και να αναπνεύσει χαμηλά να σκύβει για να αναπνεύσει. Πήγα και βρήκα μικρά παιδιά που είχαν καεί τα ποδαράκια τους και δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Μια μικρή την έβαλα στην πλάτη μου γιατί είχαν καεί οι πατούσες τις και κρεμιόταν και κρατούσα από τα χέρια άλλα παιδιά. Τους πήγαινα σε ασφαλές σημεία που έκρινα εγώ γιατί δεν είχε έρθει κανείς να τους βοηθήσει, με έβλεπαν σαν κάποια Αρχή, όμως τους εξήγησα ότι είμαι ιδιώτης και πως έβαλα την παραλλαγή μου για την προστασία μου» είπε και συνέχισε: «Κουβάλησα σχεδόν εφτά με οκτώ άτομα τα οποία μετέφερα σε παραλίες και ασφαλή σημεία, όταν περπατούσα φορτωμένος τουλάχιστον 300 και 400 μέτρα, βλέπαμε τον θάνατο και προσπαθούσα να ενθαρρύνω τους τραυματίες και τους σοκαρισμένους λέγοντας τους πως όλα καλά και όταν πήγαινα να πιώ μια γουλιά νερό γύριζα την πλάτη και έκλαιγα, δεν μπορείς να μην λυγίσεις με τέτοια συμφορά, με τόσους ανθρώπους να βρίσκονται αβοήθητοί και νεκροί».