Η δραματική ιστορία πίσω από τη φωτογραφία με τη γιαγιά και την 9χρονη στη θάλασσα
Εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη όσων τις βίωσαν
Δημοσίευση 31/7/2018 | 08:30
Εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη όσων τις βίωσαν... Ένας πύρινος εφιάλτης, τον οποίο τα θύματα θα βλέπουν ξανά και ξανά και ξανά...
Η νονά της 9χρονης αγκαλιά με μία γιαγιά στη θάλασσα, σε μία από τις πολλές φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσότητας από την κόλαση στο Μάτι της Αττικής, περιγράφει τη δραματική ιστορία που κρύβει η συγκεκριμένη εικόνα.
Η Αλεξία Σβόλου, δημοσιογράφος και νονά του μικρού κοριτσιού, μίλησε στην εκπομπή «Από Νωρίς» του Εpsilon TV, αποκαλύπτοντας τις δραματικές στιγμές και τις λεπτομέρειες που δεν διακρίνονταν σε μία και μόνο εικόνα:
«Βρίσκονταν στο σπίτι το οποίο είναι ακριβώς πάνω στο παραλιακό μονοπάτι του Ματιού με τα βραχάκια και τα πολύ μικρά λιμανάκια από κάτω που δεν έχουν ουσιαστικά παραλίες. Είναι κάπως πριν από τον Κάβο που έχει τη μεγάλη παραλία της «Αργυρής Ακτής» και έπαιζαν όλοι στα σπίτια φίλων τα οποία είναι δίπλα το ένα στο άλλο. Ο Βασίλης είδε πρώτος με τους φίλους του τη φωτιά γιατί ήταν στο από πάνω σπίτι ενός φίλου του. Ήταν λίγο πιο κοντά και είδε τον καπνό και μάλιστα είπε χαρακτηριστικά στους φίλους του «δεν θα προλάβει να μας φτάσει». Μέσα σε λεπτά, γιατί τράβαγε και βίντεο, κατάλαβε ότι έφτανε η φωτιά και έγινε μπλακ αουτ, κόπηκε ρεύμα, νερό ταυτόχρονα. Έτρεξε στο δικό του το σπίτι το οποίο είναι γειτονικό για να είναι μαζί με τους δικούς του ανθρώπους. Οι γονείς του ήταν ακόμα στις δουλειές τους και είχε την ψυχραιμία να κλείσει παράθυρα και πόρτες. Το παπαγαλάκι τους σώθηκε χάρη σε αυτή την παρέμβαση. Δεν έπαθε τίποτα γιατί ήταν κλειδαμπαρωμένο μέσα στο σπίτι. Η μόνη στιγμή που φοβήθηκε είναι όταν εκεί που τα έκλεινα όλα και κοίταζε από τα παράθυρα άκουσε ένα ουρλιαχτό γείτονα «φωτιά» αναγνώρισε και τη φωνή και κατάλαβε ότι η φωτιά δεν είναι μακριά αλλά είναι στο σπίτι. Αρπάζει την γιαγιά και την Κάτια και τους είπε «είναι ή τώρα ή ποτέ, φεύγουμε».
Κουτρουβαλάνε, κατεβαίνουν τα πέτρινα σκαλάκια της παραλίας, είναι μία μικρή παραλία και να πηδήξεις χτυπάς, δεν σκοτώνεσαι, είναι χαμηλά τα βράχια. Σε αυτή την παραλία ζήτημα είναι αν χωράνε 5 με 7 άτομα. Μαζεύτηκαν 60 και δεν έβλεπαν. Τον πήραν οι φίλοι του τηλέφωνο, του είπαν ότι είναι στην παραλία και δεν τους έβλεπε. Σε μία τσάντα έριξε ό,τι είχε για επικοινωνία, κινητά, tablet και είπε: «Αυτά τα χρειάζομαι για να επικοινωνήσω. Έφτασαν στο λιμάνι της Ραφήνας και όπως είναι μέσα στη θάλασσα, βλέπει ένα πεύκο γερμένο να παίρνει φωτιά και λέει στον κόσμο που ήταν εκεί: «Αυτό πρέπει να το σβήσουμε γιατί θα μας κάψει και θα μας πνίξει». Και ορμήξανε όλοι πάνω στην σκάλα με μπλούζες, σακούλες και ό,τι είχαν και έσβησαν το πεύκο. Και κάποια στιγμή έρχεται το λιμενικό με μία ψαρόβαρκα. Και τους φωνάζει να πέσουν στη θάλασσα για να τους σώσει. Και επειδή κάποιοι δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν επιστρατεύτηκε ένα κανό. Και ο Βασίλης μαζί με άλλους βοήθησε όλους όσοι δεν μπορούσαν και «οδηγούσε» το κανό. Ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στην ψαρόβαρκα και μου είπε ότι ήμουν ο μόνος που πήγε κολυμπώντας...».