Το όνομά του δεν είναι εύκολο να το προφέρεις. Η ζωή του δεν ήταν η πιο εύκολη επίσης. Κι αυτό, γιατί ο Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν τα έβαλε με όλους και με όλα, όπου κι αν βρέθηκε όπου κι αν πάτησε.
Λογοτέχνης και όχι φιλόσοφος, η συγγραφή του παρολ’ αυτά είχε πολιτική σκέψη και κριτική, ειδικότερα για την Σοβιετική Ένωση. Και ήταν λογικό, αφού έζησε ο ίδιος την καθημερινότητα στα γκούλαγκ της ασιατικής Ρωσίας για περίπου μια 8ετία.
Γεννήθηκε στην πόλη Κισλοβόντσκ στις 11 Δεκεμβρίου του 1918. Ο πατέρας του, είχε σκοτωθεί έξι μήνες νωρίτερα σε κυνηγετικό ατύχημα. Η μητέρα του, κόρη ευκατάστατου χωρικού, αν και είχε τα προσόντα, δεν μπόρεσε να βρει ποτέ δουλειά λόγω της «κοινωνικής της καταγωγής», όπως επέτασσε το σύστημα μεταχείρισης των ανθρώπων με βάση την κοινωνική τους προέλευση, που είχε εγκαταστήσει το σοβιετικό καθεστώς.
Ο Σολτζενίτσιν έζησε στο Ρόστο και γράφτηκε στην φυσικομαθηματική σχολή του τοπικού πανεπιστημίου. Από το 1939 παρακολούθησε δι’ αλληλογραφίας και Κάποι μαθήματα φιλοσοφίας. Το 1941 πολέμησε κατά των Γερμανών αρχικά ως απλός στρατιώτης και αργότερα ως ανθυπολοχαγός. Τιμήθηκε μάλιστα με μετάλλιο δυο φορές.
Μετά το τέλος του πολέμου άρχισαν τα προβλήματα. Ένα γράμμα του έπεσε στα χέρια των σοβιετικών αρχών, στο οποίο μιλούσε υποτιμητικά για τον Στάλιν. Η δίκη που έγινε ερήμην του, τον καταδίκασε σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και σε ισόβια εκτόπιση.
Πέρασε οκτώ χρόνια στα γκούλαγκ και όταν η ποινή του τελείωσε, δεν επέστρεψε μες στην ευρωπαϊκή Ρωσία. Μετά την αποσταλινοποιήση όμως επανήλθε και εργάστηκε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Εκείνη την περίοδο άρχισε να γράφει, αλλά το κράτησε κρυφό. Φοβόταν μην αποκτήσει εκ νέου προβλήματα με το καθεστώς. Το ημιαυτοβιογραφικό του έργο «Μια μέρα στην ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς», πήρε για κάποιον λόγο την έγκριση και του Χρουστσόφ και εκδόθηκε το 1963. Σε αυτό εξιστορούσε την φρίκη στα σοβιετικά γκουλάγκ.
Το σοκ ήταν μεγάλο. Όχι μόνο στην Σοβιετική Ένωση. Άρχισε να έχει παγκόσμια αναγνώριση. Ωστόσο με την αλλαγή στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισε να έχει ξανά προβλήματα. Το 1970, του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν πήγε στην Σουηδία, με τον φόβο ότι δεν θα του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει.
Τρία χρόνοι αργότερα κυκλοφόρησε στην Δύση το σπουδαιότερο έργο του. Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» εξόργισε τις αρχές της σοβιετικής Ένωσης και η αυτοεξορία ήταν μονόδρομος. πέρασε λίγο καιρό στην Γερμανία και αργότερα πήγε στις ΗΠΑ. Δεν του άρεσε ούτε εκεί. Μιλούσε συνεχώς επικριτικά για την ηθική παρακμή της Δύσης και αντιπαθούσε την επιρροή που ασκούσε η τηλεόραση.
Το καθεστώς άλλαξε με την κυβέρνηση Γκορμπατσώφ. Παρόλο που του χορηγήθηκε ξανά η υπηκοότητα, δεν επέστρεψε πριν την διάλυση της ΕΣΣΔ. Οι αλλαγές που έφεραν οι Γκορμπατσώφ και Γιέλτσιν δεν του άρεσαν καθόλου επίσης.
Τον υποδέχθηκαν με τιμές. Η υγεία του τον είχε εξουθενώσει. Μίλησε με καλά λόγια για την εποχή των τσάρων, αν και παλιότερα είχε κατακρίνει και αυτό το καθεστώς. Πολύ του χρέωσαν αντισημιτισμό, λόγω του τελευταίου βιβλίου του «200 χρόνια μαζί», το οποίο μιλούσε για τον ρόλο των Εβραίων της Ρωσίας στην Ρωσική Επανάσταση.
Πέθανε στις 3 Αυγούστου του 2008 σε ηλικία 89 ετών. Υπήρξε ένας λογοτέχνης που αφιέρωσε την ζωή του στην κριτική έναντι κάθε μορφής ιδεολογίας. Το έργο του είναι αμφιλεγόμενο μέχρι και σήμερα, έχοντας πουλήσει πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.