Ποντίκια του ίδιου φύλου έκαναν μωρά
Το νέο «πείραμα» των επιστημόνων και ο λόγος που έγινε
Δημοσίευση 11/10/2018 | 21:45
Μωρά ποντίκια δημιουργήθηκαν από δύο μητέρες και κανέναν πατέρα, ανακοίνωσαν ερευνητές της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών και για να «σπάσουν» οι κανόνες αναπαραγωγής χρειάστηκε ένα ουσιώδες στοιχείο της γενετικής μηχανικής.
Οι επιστήμονες δήλωσαν πως τα «bimaternal» (με δύο μαμάδες) ζώα ήταν υγιή και κατάφεραν με τη σειρά τους να κάνουν δικά τους μωρά. Ωστόσο τα νέα δεν είναι τόσο ευχάριστα για τα αρσενικά ποντίκια, καθώς έγινε η ίδια απόπειρα και με δύο αρσενικά -δύο μπαμπάδες- αλλά τα μωρά πέθαναν λίγες ημέρες μετά την γέννησή τους.
Γιατί το έκαναν
Ο λόγος που επιχειρήθηκε το συγκεκριμένο πείραμα ήταν επειδή οι ερευνητές προσπαθούσαν να απαντήσουν θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το γιατί κάνουμε σεξ.
Τα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, μπορούν να κάνουν απογόνους μόνο μέσω της σεξουαλικής αναπαραγωγής, καθώς ως γνωστόν χρειάζεται ένα ωάριο από τη μητέρα και ένα σπερματοζωάριο από τον πατέρα. Ωστόσο η υπόλοιπη φύση δεν ακολουθεί τους ίδιους κανόνες, κάποια θηλυκά ψάρια, ερπετά, αμφίβια και πτηνά μπορούν να το επιτύχουν μόνα τους, φαινόμενο γνωστό και ως «παρθενογένεση».
Ο στόχος των Κινέζων ερευνητών ήταν να κατανοήσουν ποιοι κανόνες αναπαραγωγής χρειάζεται να καταρριφθούν για να γεννηθεί ένα μωρό ποντίκι από γονείς του ίδιου φύλου. Αυτό με τη σειρά του βοηθάει στην κατανόηση του γιατί οι κανόνες είναι τόσο σημαντικοί.
«Είναι μια ενδιαφέρουσα έρευνα, προσπαθούν να βρουν τι πρέπει να κάνουν για να μας μετατρέψουν σε γαλοπούλες», σχολίασε σχετικά με την έρευνα ο καθηγητής Robin Lovell-Badge του Francis Crick Institute.
Πώς το έκαναν
Για να το πετύχουν, οι επιστήμονες ξεκίνησαν με δύο μαμάδες. Πρακτικά αυτό που έκαναν είναι να πάρουν ένα ωάριο από ένα ποντίκι και ένα συγκεκριμένο τύπο κυττάρου από ένα άλλο. Αμφότερα περιείχαν μόνο μισές από τις απαιτούμενες γενετικές οδηγίες ή DNA, οπότε το να τα βάλουν μαζί δεν ήταν αρκετό.
Οι ερευνητές χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν μια τεχνολογία που ονομάζεται «gene editing» (κάτι σαν επεξεργασία του γονιδιώματος) για να διαγράψουν τρία ζεύγη γενετικής πληροφορίας ώστε να τα κάνουν συμβατά. Το πείραμα με τους δύο μπαμπάδες ήταν πιο περίπλοκο. Χρειάστηκε ένα σπερματοζωάριο, πάλι έναν συγκεκριμένο τύπο κυττάρου, ένα ωάριο στο οποίο είχαν διαγραφεί όλες οι γενετικές πληροφορίες και η διαγραφή από επτά γονίδια.
Τα συμπεράσματα
Ο λόγος που έχουμε ανάγκη το σεξ είναι επειδή το DNA μας -ο γενετικός μας κώδικας- συμπεριφέρεται διαφορετικά ανάλογα με την προέλευσή του, από τον μπαμπά ή την μαμά, υποστηρίζει η έρευνα.
Αυτό ονομάζεται γενωμική αποτύπωση (genomic imprinting) με τμήματα του DNA στα σπερματοζωάρια και τμήματα του DNA στα ωάρια να αποκτούν διαφορετικές «σφραγίδες», οι οποίες μεταβάλλουν τη λειτουργία τους.
Λάθη στη γενωμική αποτύπωση έχουν εντοπιστεί σε ορισμένες ασθένειες όπως το σύνδρομο Angelman (AS) ή σύνδρομο χαρούμενης μαριονέτας, μια νευρογενετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή νοητική υστέρηση και ευδιάκριτα δυσμορφικά χαρακτηριστικά προσώπου.
Τα τμήματα του DNA που μεταφέρουν αυτές τις «σφραγίδες» ήταν εκείνα που οι ερευνητές χρειάστηκε να διαγράψουν προκειμένου να κάνουν τα μωρά ποντίκια βιώσιμα.
Μπορούν δύο άτομα του ίδιου φύλου να κάνουν δικά τους μωρά;
Εκτός κι αν πρόκειται για ποντίκια, τότε η απάντηση είναι όχι. Η Dr Teresa Holm, από το University of Auckland, θεωρεί πως στο μέλλον θα υπάρξει αυτή η δυνατότητα.
«Η έρευνα μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην ανάπτυξη τρόπων αναπαραγωγής για ζευγάρια του ίδιου φύλου, που θα μπορέσουν να φέρουν στον κόσμο δικά τους παιδιά, τα οποία θα είναι υγιή», σχολιάζει.
Ωστόσο επισημαίνει πως υπάρχουν «σημαντικές ηθικές ανησυχίες, και σε επίπεδο ασφάλειας, που θα πρέπει να ξεπεραστούν». Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να επιτραπεί να συμβεί μέχρι οι επιστήμονες να βεβαιωθούν πως τέτοιου είδους παιδιά θα μεγαλώσουν πνευματικά και σωματικά υγιή.
Βέβαια πολλοί είναι εκείνοι που εκφράζουν αμφιβολίες σχετικά με το αν τα ποντίκια ήταν όντως εντελώς υγιή.
«Ακόμη και με δύο μητέρες, δεν είμαι πεπεισμένος πως είναι φυσιολογικά και το ποσοστό επιτυχίας είναι πολύ χαμηλό. Δεν είναι κάτι που θα ήλπιζα να αρχίσει να σκέφτεται ο οποιοσδήποτε», τονίζει ο καθηγητής Robin Lovell-Badge.