Ήταν αδιαμφισβήτητα ένας παίκτης που άφησε το στίγμα του στην ιστορία του μπάσκετ. Κι αυτό όχι μόνο για τους 100 πόντους που σημείωσε σε ένα και μοναδικό ματς, όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι, απέναντι στους New York Knicks με τα χρώματα των Philadelphia Warriors. Αλλά γιατί οι μέσοι όροι του ανά σεζόν ήταν εξωπραγματικοί και επειδή, λόγω του στιλ παιχνιδιού του, άλλαξε πολλούς κανονισμούς του NBA.
Γεννήθηκε στην Φιλαδέλφεια στις 21 Αυγούστου του 1936. Σε μικρή ηλικία παραλίγο να πεθάνει από πνευμονία και ίσως γι’ αυτό να στράφηκε στον αθλητισμό. Το μπάσκετ δεν του άρεσε και αρχικά έκανε στίβο, όμως επειδή το άθλημα ήταν «παντού» στην πόλη και επειδή στα 10 του ήταν ήδη 1.82μ., τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί. Ευτυχώς…
Όταν πια πήγε στο λύκειο είχε φτάσει τα 2,10μ. Στην πρώτη του σεζόν είχε 31 π. μέσο όρο. Μετά από τρία χρόνια είχε σπάσει το ρεκόρ σκοραρίσματος με 2.252 πόντους και είχε συνολικά μέσο όρο 37,4 πόντους. Στο κολέγιο του Κάνσας συνέχισε στο ίδιο τέμπο. Σε δυο χρόνια ο μέσος όρος του άγγιζε τους 29,9 πόντους ενώ «κατέβαζε» και 18,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι.
@si.com
Έφυγε ξαφνικά από το κολέγιο. Ο λόγος δεν έγινε γνωστός, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που λένε ότι δεν άντεξε άλλο στο «λευκό» Κάνσας, ενώ άλλοι πάλι λένε ότι αισθανόταν άσχημα που δεν κατάφερε να κερδίσει το πρωτάθλημα του NCAA.
Θέλησε τότε να παίξει επαγγελματικά. Αλλά το NBA δεν δεχόταν τότε αθλητές που δεν είχαν τελειώσει το κολέγιο. Γι’ αυτό, του απαγόρευσαν για έναν χρόνο της είσοδό του σε αυτό. Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει απλά να παίζει μπάσκετ. Η λύση ήταν μια και άκουγε στο όνομα Harlem Globetrotters. Του έδωσαν 50.000 δολάρια (σχεδόν μισό εκατομμύριο σε σημερινά ποσά) και ταξίδεψε μαζί τους παντού, ακόμα και στο θρυλικό sold-out παιχνίδι τους στην Σοβιετική Ένωση. Ακόμα και μετά την αποχώρησή του, επέστρεφε κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, γιατί του άρεσε «να παίζει μπάσκετ για να ψυχαγωγεί».
@wikipedia.org
Τον Οκτώβριο του 1959, έκανε το ντεμπούτο του στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, με την ομάδα της πόλης του, τους Philadelphia Warriors. Από την πρώτη του κιόλας χρονιά, ο μέσος όρος του έφτανε τους 37,6 πόντους και τα 27 ριμπάουντ! Η ιστορία όμως γύρω από το όνομά του γράφτηκε στην τρίτη του χρονιά, την σεζόν 1961-62.
Εκείνη την σεζόν, όχι μόνο πέτυχε τους 100 πόντους, στις 2 Μαρτίου του 1962, αλλά μετά από 80 παιχνίδια τελείωσε την χρονιά με μέσο όρο 50,4 πόντους και 25,7 ριμπάουντ. Μέχρι να αποσυρθεί το 1973, ο μέσος όρος καριέρας του ήταν 30,1 πόντοι και 22,9 ριμπάουντ. Φιγουράρει μάλιστα στις πρώτες τρεις θέσεις της λίστας με τον υψηλότερο μέσο όρο σε πόντους ανά σεζόν, ενώ το όνομά του εμφανίζεται 5 φορές στην πρώτη δεκάδα.
@espn.com
Πολλοί κανονισμοί άλλαξαν για χάρη του. Όπως το κόλπο που έκανε όταν έχανε βολές επίτηδες και έμπαινε μέσα σαν σίφουνας, κερδίζοντας το ριμπάουντ με χαρακτηριστική ευκολία. Το NBA αναγκάστηκε να αλλάξει τον κανονισμό και πλέον δεν μπορούσε να μπει στην ρακέτα, χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει πρώτα την στεφάνη ή το ταμπλό. Ακόμα και οι διαστάσεις του γηπέδου άλλαξαν για να «χωρέσουν» τον θηριώδη Chamberlain.
Σταμάτησε το μπάσκετ στα 37 του, έχοντας κερδίσει ένα πρωτάθλημα με τους Philadelphia 76ers και ένα με τους Los Angeles Lakers. Επιπλέον ανακηρύχθηκε MVP το 1960 και άλλες τρεις διαδοχικές σεζόν, από το 1966 μέχρι και το 1968.
@twitter.com
«Έφυγε» νωρίς, στα 63 του χρόνια, στις 12 Οκτωβρίου του 1999. Ο Wilt Chamberlain υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς και πιο σημαντικούς παίκτες στην ιστορία του NBA και συνολικά του μπάσκετ. Αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως η προσφορά του ήταν παρόμοια με εκείνη των Bill Russell, Magic Johnson και Michael Jordan.