Έφυγε από την Πάτρα με δύο βαλίτσες και κατέκτησε τη Νέα Υόρκη
Η ζωή του Κώστα Σπηλιάδη τα είχε όλα, δυσκολίες, πείνα, πλούτη, καταξίωση
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
12/3/2019 | 13:03
Πίσω στο 1965, όταν ο Κώστας Σπηλιάδης, σε ηλικία μόλις 19 ετών έφευγε από την Πάτρα μόνο με δύο βαλίτσες. Στη μία είχε τα ρούχα του, και στην άλλη βιβλία από την Ελλάδα για να του θυμίζουν την πατρίδα.
Θα σπούδαζε εγκληματολογία στη Νέα Υόρκη και θα επέστρεφε για να εργαστεί στην Ελλάδα. Στο Μανχάταν έμενε στην χριστιανική κοινότητα, και κάθε βράδυ έκλαιγε γιατί του έλειπε η οικογένεία του. Δεν μπορούσε να εργαστεί γιατί είχε μόνο τη φοιτητική βίζα, ενώ οι γονείς του δεν μπορούσαν να του στείλουν χρήματα, επειδή η ελληνική κυβέρνηση είχε βάλει όριο στα εμβάσματα του εξωτερικού.
Αναγκαζόταν να τρώει τους λαιμούς από τα κοτόπουλα που τα κρεοπωλεία δεν μπορούσαν να πουλήσουν, και χοτ ντογκς από ένα εστιατόρια που εργαζόταν ένας φίλος του και του τα έδινε τζάμπα στο τέλος της βάρδιας.
Πίσω στην Ελλάδα είχαμε Χούντα και ο Κώστας, φοβούμενος ότι μπορεί να τον καλέσουν πίσω για την θητεία του, έφυγε για τον Καναδά, όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλοί Έλληνες.
Εκεί ενσωματώθηκε στην ελληνική κοινότητα, βοήθησε στη λειτουργία του ελληνικού ραδιοφώνου στον Καναδά, και το 1970 άνοιξε τον πρώτο του εστιατόριο Milos στη γειτονιά Mile End. Το προσωπικό αποτελούνταν από τον ίδιο και ένα πλυντήριο πιάτων.
Θυμάται ακόμη τα τηλεφωνήματα προς τη μητέρα του, για να του πει συνταγές, καθώς το εστιατόριο είχε μόνο ελληνική κουζίνα.
Το εστιατορίο του αν και πολύ μικρό, κατάφερε να ξεχωρίσει και να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή στο Μόντρεαλ, που κάθε βράδυ ήταν γεμάτο, πράγμα σπάνιο για τη χώρα του Καναδά. Απέκτησε φανατικούς θαυμαστές των ελληνικών πιάτων που ξετρελάθηκαν με την πλούσια γεύση των συνταγών μας.
Το ένα εστιατόριο, έγιναν δύο και σήμερα σε ηλικία 72 ετών, είναι ιδιοκτήτης της παγκόσμιας αλυσίδας εστιατορίων Milos , σε Μόντρεαλ, Νέα Υόρκη, Αθήνα, Λας Βέγκας, Μαϊάμι και Λονδίνο.