Η αναμονή για κάποιον δίσκο από ένα αγαπημένο συγκρότημα μπορεί να είναι ανυπόφορη. Και στο τέλος, όταν έρθει η ώρα της κυκλοφορίας του, ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος, έστω κι αν κάποιες φορές οδηγεί σε απογοήτευση. Αλλά μόνο και μόνο η αναμονή αρκεί.
Οι φήμες πάντα δίνουν και παίρνουν. Όπως στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπου η μουσική ήταν ίσως το μεγαλύτερο επαναστατικό ρεύμα της εποχής. Οι φήμες για δημιουργία supergroups, ήταν καθημερινές, με μεγάλα ονόματα από διάφορα μεγάλα συγκροτήματα να παρελαύνουν σε φανταστικές ειδήσεις περί συνεργασιών.
Το φθινόπωρο του 1969, το περιοδικό Rolling Stone έγραψε μια κριτική για έναν δίσκο των άγνωστων «The Masked Marauders», χαρακτηρίζοντάς το ως «άλμπουμ της χρονιάς». Όπως έγραφε το άρθρο του T. M. Christian, ψευδώνυμο του συντάκτη Greil Marcus, το supergroup αποτελούνταν από τους Bob Dylan, John Lennon, Paul McCartney, Mick Jagger και George Harrison, και είχε ηχογραφηθεί σε μια μικρή πόλη του Καναδά.
Λόγω των δεσμεύσεων των καλλιτεχνών με τις δισκογραφικές τους και τους ατζέντηδες, τα ονόματα τους δεν φαίνονταν πουθενά στο άλμπουμ, όμως τα χαρακτηριστικά τους ήταν εμφανή στην μουσική που παρήγαγαν. Η κριτική κατέληγε λέγοντας πως «Αυτό το άλμπουμ είναι κάτι περισσότερο από ένας τρόπος ζωής. Είναι η ζωή».
Η κριτική αυτή γράφτηκε με χιουμοριστική διάθεση, για να ασκήσει κριτική στην μόδα των supergroups που δημιουργούνταν εκείνη την εποχή, όπως οι «Crosby, Stills & Nash», οι «Blind Faith» κ.α. Ο Greil Marcus ήταν σίγουρος πως οι αναγνώστες θα καταλάβουν το αστείο. Όμως κανένας δεν το κατάλαβε και δεν το πήρε ως πλάκα.
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και πολλοί θαυμαστές έσπασαν τα τηλέφωνα του περιοδικού για να μάθουν που μπορούν να βρουν το άλμπουμ. Ακόμα και οι manager των Bob Dylan και των The Beatles, έκαναν το ίδιο. Ο Greil Marcus, αποφάσισε να συνεχίσει την πλάκα. Ήρθε σε επαφή με ένα συγκρότημα που λεγόταν «Cleanliness and Godliness Skiffle Band», οι οποίοι ηχογράφησαν τρία από τα τραγούδια τα οποία αναφέρονταν στην κριτική του δίσκου. Τα τραγούδια παίχτηκαν σε ραδιοφωνικούς σταθμούς του Λος Άντζελες και του Σαν Φρανσίσκο και το επόμενο βήμα ήταν να βρεθεί δισκογραφική εταιρεία. Η Warner Bros. έδωσε προκαταβολή 15.000 δολαρίων και κυκλοφόρησε τον δίσκο, που πούλησε περισσότερους από 100.000 κομμάτια!
Αργότερα αποκαλύφθηκε πως όλα αυτά ήταν ένα αστείο με τον αρθρογράφο της San Francisco Chronicle να αναφέρει πως του φάνηκε εκπληκτικό πως κάποιοι πίστεψαν την συγκεκριμένη κριτική, χαρακτηρίζοντάς την ως ένα «ευχάριστο κομμάτι στιγμιαίας μυθολογίας».
Το 2003 η Rhino Records κυκλοφόρησε ξανά τον δίσκο. Η ιστορία αναφέρεται πλέον ως μια από τις μεγαλύτερες απάτες (ή καλύτερα φάρσες) στην ιστορία της μουσικής.