«Ο γλάρος» του Τσέχωφ ανεβαίνει στην σκηνή του θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναμετριέται για τρίτη φορά με τον Γλάρο του Άντον Τσέχοφ, ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου
Δημοσίευση 24/9/2019 | 16:18
Ωρα προσέλευσης: 20:00
Διάρκεια: 75 λεπτά
από 21 ευρώ
ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναμετριέται για τρίτη φορά με τον Γλάρο του Άντον Τσέχοφ, ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου κι ένα έργο-σημάδι για τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Έχοντας σκηνοθετήσει το έργο στο Εθνικό Θέατρο της Κραϊόβα το 2015, αλλά και το 2018 σε μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και του Θεσσαλικού Θεάτρου, επιστρέφει ξανά στο ίδιο κείμενο, που μιλά με χιούμορ και αδυσώπητη αλήθεια για μεγάλα θέματα της ζωής: τη ματαίωση των ονείρων, τη σταδιακή υποταγή σε κάθε λογής συμβιβασμούς, αλλά και την αντίσταση σε ό,τι μας βαλτώνει, σε ό,τι αποτελεί εμπόδιο στην αέναη αναζήτηση της ευτυχίας.
Η παράσταση ακολουθεί την ερευνητική διαδρομή και τη σκηνοθετική γραφή που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της παρουσίασης του έργου στα δύο δημοτικά περιφερειακά θέατρα και αναπροσαρμόζεται για να ενσωματώσει στοιχεία της ιστορίας και της φυσιογνωμίας του νέου χώρου παρουσίασης στη Φρυνίχου.
Λίγα λόγια για το έργο
«Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι ανδρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα»: με αυτά τα λόγια περιέγραφε ο ίδιος ο Άντον Τσέχοφ τον Γλάρο.
Μια λίμνη ορίζει τον ψυχικό χώρο του έργου. Μια λίμνη που κάνει μάγια, τρελαίνει, παίρνει τα μυαλά των ηρώων, δημιουργεί, καθρεφτίζει ή καταπίνει τα όνειρά τους. Ο νέος συγγραφέας Τρέπλιεφ ανεβάζει το πρώτο του θεατρικό έργο, με σκοπό να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, τη διάσημη ντίβα του θεάτρου Αρκάντινα. «Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους έκφρασης, που εάν δεν τους βρούμε, καλύτερα να μην κάνουμε θέατρο» υποστηρίζει με ορμή και πάθος.
Πρωταγωνίστρια του έργου του, ο μεγάλος του έρωτας, η Νίνα, ένα απλό κορίτσι που έχει μεγαλώσει δίπλα στη λίμνη και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Το άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού συγγραφέα θα φέρει απρόβλεπτες συνέπειες και θα είναι ο καταλύτης που θα σφραγίσει τις ζωές τους για πάντα.
Back to black…
Η εκ νέου ανάγνωση και η εκ νέου αφήγηση του έργου: αυτό είναι το πιο επιτακτικό ζητούμενο, όταν αναμετριέται κανείς σήμερα με ένα κλασικό αριστούργημα, όπως είναι ένα κείμενο του Τσέχοφ. Να ξανα-ακούσουμε το έργο. Να πετάξουμε από πάνω του τη σκόνη, τη διαμεσολαβημένη γνώση, τα επιστρώματα βεβαιοτήτων για το θέμα, τους ήρωες, για το αληθινό διακύβευμά του. Να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες δράσεις. Να δούμε πώς αποτυπώνονται στις αντιδράσεις των ηρώων. Άλλωστε, ο Τσέχοφ τοποθετεί τη δράση πάντα ανάμεσα στις πράξεις ή εκτός σκηνής και αυτό που παρακολουθούμε είναι το πώς αυτές εγγράφονται στο σώμα και τον ψυχισμό των προσώπων του.
Διαβάζαμε λοιπόν το έργο. Ξανά και ξανά. Και η αφήγηση έγινε κομμάτι της παράστασης. Μια συλλογική φωνή, που όμως αρχίζει να υποχωρεί για να γεννηθούν μπροστά μας τα πρόσωπα. Και τα λόγια τους. Γιατί, με έναν τρόπο, είμαστε όλοι γλάροι, είμαστε όλοι μετέωροι στο αέναο κυνήγι της ευτυχίας. Σε αυτόν το «δρόμο μετ’ εμποδίων». Που διαρκώς μας καλεί σε υπερβάσεις. Που συχνά μας οδηγεί σε βαλτωμένες διαδρομές και υποχωρήσεις. Και που, μερικές ελάχιστες στιγμές, μας ανταμείβει σπαραχτικά. Έτσι, ίσα-ίσα για να πειστούμε ότι κάπου, κάπως, κάποτε, συμβαίνει. Η ευτυχία.
Στον Γλάρο, η ματαίωση των ονείρων της νιότης και οι λάθος επιλογές στον έρωτα ωθούν τη δράση. Το ερωτικό ασύμπτωτο, η απόρριψη, η αναπόσπαστη σχέση ζωής και τέχνης, οι συγκρούσεις του παλιού με το νέο, η κωμωδία της ανθρώπινης αποτυχίας, η απεγνωσμένη αναζήτηση της ευτυχίας: είναι όλα εκεί. Η παράσταση εστιάζει στην προσπάθεια που καταβάλλουν οι νέοι ήρωες για να αντισταθούν, ώστε να μην ενσωματωθούν σε έναν κόσμο τελματωμένο και παλιό.
Σε κάθε πράξη του έργου, ένας νέος άνθρωπος, με όνειρα, με προσδοκίες, με ορμή, δεν αντέχει πια να είναι… γενναίος, απαρνιέται τη διαφορετικότητά του, γλιστρά και ενσωματώνεται σε έναν κόσμο συντηρητικό και συμβιβασμένο. Έναν κόσμο σαν αυτόν των γονιών μας, για τους οποίους συχνά νιώθουμε αγάπη, αλλά και ντροπή. Από αυτήν την άποψη, η παράσταση ανιχνεύει τη διάψευση των ονείρων, τη ματαίωση της επιθυμίας, την αγωνία της διατήρησης της προσωπικής ταυτότητας, αναζητώντας, ίσως, διεξόδους δημιουργικής αντίστασης μέσα από την ίδια την πράξη του θεάτρου.
Γιάννης Παρασκευόπουλος