Η σκοτεινή εποχή στην ιστορία των κοκτέιλ
Αρουραίοι και υλικά για φράχτες
Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ Δημοσίευση 1/6/2020 | 00:07
Τα κοκτέιλ που τόσο πολύ αγαπάμε να πίνουμε το καλοκαίρι, ήρθαν στην ζωή μας κυρίως από την δεκαετία του ’80 και μετά, ειδικά από το 1988, όταν άνοιξε το Rainbow Room στην Νέα Υόρκη και κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ταινία «Cocktail» με πρωταγωνιστή τον Tom Cruise.
Ωστόσο αυτή η μίξη των ποτών και η δημιουργικότητα στα κοκτέιλ έχει και μια σκοτεινή εποχή. Εκείνη της Ποτοαπαγόρευσης. Και μάλιστα χωρίς να είναι το ζητούμενο η γεύση. Αλλά η ποσότητα και το μεθύσι.
Η ποτοαπαγόρευση κράτησε 13 χρόνια από το 1920 μέχρι και το 1933. Είναι γνωστό πως το λαθρεμπόριο γιγαντώθηκε εκείνη την εποχή και η μαφία έκανε χρυσές δουλειές. Τα ποτά του λαθρεμπορίου είχαν υψηλές τιμές και ήταν αμφιβόλου προελεύσεως και ποιότητας. «Το τζιν ήταν από τα πιο δημοφιλή ποτά της εποχής», αναφέρει το Smithsonian.com, «επειδή συνήθως η παραγωγή του ήταν ταχύτερη, φθηνότερη και πιο απλή. Έπαιρναν λίγο αλκοόλ, το αραίωναν με νερό, πρόσθεταν γλυκερίνη και λάδι αρκεύθου και είχαν τζιν».
Το ποσοστό αλκοόλ που επιτρεπόταν να έχει ένα ποτό έφτανε το 0,5%. Ο σκοπός των κατασκευαστών λοιπόν ήταν να μεθύσουν όσους τα κατανάλωναν και όχι να υπάρχει απαραίτητα μια γευστική εμπειρία. Τα ποτά κατασκευάζονταν μέσα σε βρώμικές μπανιέρες και σερβίρονταν στα «speakeasies», τα μπαρ που σέρβιραν παράνομα αλκοόλ. Το 1925 στη Νέα Υόρκη υπήρχαν από 30.000 έως 100.000 speakeasies με την ζήτηση για αλκοόλ να είναι μεγαλύτερη από ποτέ. «Η ποτοαπαγόρευση έκανε την ζωή πιο βίαιη, με εξεγέρσεις κατά του νόμου αλλά και του οργανωμένου εγκλήματος».
@history.com
Αν υπήρχε βία στους δρόμους, το ίδιο συνέβαινε και στην παρασκευή του αλκοόλ. Οι λαθρέμποροι που κατασκεύαζαν τα ποτά στα παράνομα αποστακτήρια, εμπορεύονταν μερικά αποκρουστικά ποτά όπως το ψεύτικο μπέρμπον και το ψεύτικο ουίσκι. Στο μπέρμπον, πετούσαν μέχρι και νεκρούς αρουραίους, ενώ στο ουίσκι χρησιμοποιούσαν πισσέλαιο, μια ουσία που χρησιμοποιούνταν σε ξύλινους φράκτες για τον εμποτισμό του ξύλου.
Η κυβέρνηση απάντησε με χειρότερο τρόπο. Επειδή το βιομηχανικό αλκοόλ ήταν ο πρώτος στόχος των λαθρεμπόρων, η κυβέρνηση διέταξε να εμποτιστεί με χημικά και όπως αναφέρει το History.com, «κατά την διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης διέταξε να προσθέσουν κινίνη, μεθυλική αλκοόλη και άλλες χημικές ουσίες ώστε να δράσουν αποτρεπτικά». Ωστόσο η ζήτηση για αλκοόλ ήταν μεγάλη και η απόφαση της νοθείας του αλκοόλ από την κυβέρνηση οδήγησε σε χιλιάδες θανάτους.
@wikipedia.org
Τα «κοκτέιλ» ποτών δεν περιορίζονταν εκεί. Υπήρχαν και οι «σχεδόν μπύρες», οι οποίες ήταν φαινομενικά νόμιμες, αφού περιείχαν λιγότερο από 0,5% αλκοόλ. Οι ζυθοποιοί τις παρήγαγαν πουλώντας «σιρόπι βύνης, ένα αμφιβόλου νομιμότητας εκχύλισμα που μετατρεπόταν σε μπύρα, με την προσθήκη νερού και μαγιάς και αφήνοντας λίγο χρόνο για τη ζύμωση».
Μπορεί σήμερα οι καλύτεροι μπάρμαν να κρίνονται από τα κοκτέιλ τους, που κάθε χρόνο αυξάνονται σε αριθμό, αλλά έχουν κι ένα σκοτεινό παρελθόν με την Ποτοαπαγόρευση να ευθύνεται εν μέρει για μελλοντικά κοκτέιλ. Ευτυχώς πλέον δεν υπάρχουν ούτε αρουραίοι, ούτε υλικά για φράχτες στα ποτά.