Αν θέλουμε να μιλήσουμε για ερευνητική δημοσιογραφία τότε θα πρέπει σίγουρα να δούμε την ζωή και την καριέρα της Ιρλανδής Βερόνικα Γκέριν. Στις 26 Ιουνίου του 1996, η Γκέριν δολοφονήθηκε και έγινε η 24η δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε εκείνη την χρονιά. Το νήμα της ζωής της κόπηκε στα 38 της χρόνια, έξι μόλις χρόνια μετά την απόφασή της να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία. Ήταν κάτι τόσο φυσικό για εκείνη που κατάφερε και έγινε γρήγορα μια από τις καλύτερες. Τα έβαλε με το τοπικό καρτέλ των ναρκωτικών και υπερασπίστηκε την αλήθεια παρά τις απειλές που δέχτηκε. Το πλήρωσε όμως με την ίδια της την ζωή.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 5 Ιουλίου του 1958. Είχε τέσσερα αδέλφια, αλλά στην παιδική της ηλικία ξεχώριζε ανάμεσα τους για τα αθλητικά της προσόντα. Πήγε σε Καθολικό σχολείο και ήταν εξαιρετικά καλή στο χέρλινγκ, στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρό. Ήταν και μετά την ενηλικίωση οπαδός του ποδοσφαίρου, υποστηρίζοντας την Manchester United.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου με ειδικότητα στην Λογιστική και εργάστηκε αργότερα στην εταιρεία του πατέρα της. Το 1983 ο πατέρας της πέθανε και ή ίδια αποφάσισε να αλλάξει αντικείμενο. Άνοιξε λοιπόν δική της εταιρεία που είχε ως αντικείμενο της τις δημόσιες σχέσεις. Στην εταιρεία αυτή ήταν επικεφαλής για 7 χρόνια, διάστημα στο οποίο παντρεύτηκε και απέκτησε ένα αγοράκι. Στα 30 της αποφάσισε για άλλη μια φορά να αλλάξει αντικείμενο. Και επέλεξε την δημοσιογραφία.
Δεν είχε καμία απολύτως εκπαίδευση ως δημοσιογράφος. Αρχικά βρήκε δουλειά στην «Sunday business Post» γράφοντας την στήλη για το επιχειρηματικό ρεπορτάζ. Ωστόσο αργότερα έγινε μέλος της εφημερίδας της «Sunday Tribune». Εκεί ως ρεπόρτερ έψαχνε τις δικές της πηγές χωρί3 να την ενδιαφέρει καθόλου η σωματική της ακεραιότητα και απέκτησε γρήγορα πηγές στην αστυνομία αλλά και τον υπόκοσμο.
Το 1994 πήγε στην «Sunday Independent» όπου έκανε αυτό που ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή. Ξεκίνησε την ερευνητική δημοσιογραφία, ερευνώντας εγκλήματα. Η ασυδοσία της μαφίας και του καρτέλ των ναρκωτικών την εξόργιζε, όσο και η ανικανότητα των αρχών να κάνει κάτι για να σταματήσουν την δράση τους. Έτσι πήρε την απόφαση να τα παίξει όλα για όλα: μια εναντίον όλων.
Οι έμποροι ναρκωτικών την απείλησαν αμέσως. Μετά απείλησαν για την ζωή του παιδιού της. Τον Οκτώβριο του 1994, άγνωστοι πυροβόλησαν τα παράθυρα του σπιτιού της. Τον Ιανουάριο του 1995, ήρθε και η δεύτερη επίθεση. Η Γκέριν μπήκε στο σπίτι της και βρήκε μέσα έναν άνδρα. Ο άνδρας κρατούσε ένα πιστόλι και την σημάδευε στο πρόσωπο. Μετά από λίγο κατέβασε το πιστόλι και την πυροβόλησε στο μηρό. Ο άνδρας έφυγε τρέχοντας. Η ίδια δεν ανακάλυψε ποτέ την ταυτότητα του αλλά πίστευε πως είχε να κάνει με ένα άρθρο που είχε γράψει για την μεγαλύτερη ληστεία στην Ιρλανδία.
Ήταν σαν να μην έγινε. Είχε κηρύξει έναν πόλεμο και ήταν αποφασισμένη να τον πάει μέχρι το τέλος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και για το αποτέλεσμά του. Οκτώ μήνες αργότερα επισκέφτηκε την φάρμα αλόγων του Τζον Γκίλιγκαν, ενός πρώην κατάδικου και ηγέτης του υποκόσμου. Η Γκέριν τον ρώτησε ευθέως πως μπορούσενα ζει μια τόσο πολυτελή ζωή, την οποία δεν δικαιολογούσαν τα εισοδήματα του. Ο Γκίλιγκαν αφού την έψαξε για να δει αν είχε πάνω της κάποιο μικρόφωνο την χτύπησε άσχημα μέχρι λιποθυμίας. Μετά την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο και την απειλούσε πως αν συνέχιζε την έρευνα της θα βίαζε και θα σκότωνε τον γιό της. Ήταν η μόνη στιγμή που σκέφτηκε να τα παρατήσει, Αλλά ήταν μια στιγμή. Και αποφάσισε να συνεχίσει.
Τον Δεκέμβριο του 1995 τιμήθηκε με το βραβείο της «Ελευθερίας του Τύπου» για τη σημαντική προσφορά και τη γενναιότητα της. Ωστόσο έξι μόλις μήνες αργότερα, θα άφηνε την τελευταία της μαχητική πνοή. Στις 26 Ιουνίου κέρδισε μια δίκη που της έδωσε την χαρά να κρατήσει το δίπλωμά της. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ενώ περίμενε στο φανάρι θέλησε να καλέσει το γραφείο από το κινητό. Δυο άνδρες με μηχανή στάθηκαν δίπλα της και την πυροβόλησαν έξι φορές. Πέθανε ακαριαία.
Η είδηση σκόρπισε θλίψη σε όλη τη χώρα. Στην κηδεία της παρευρέθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι για την αποχαιρετήσουν, μαζί τους ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας. Οι υποψίες στράφηκαν στον Γκίλιγκαν που εκείνη την ημέρα έφυγε από την χώρα. Συνελήφθη τρείς μήνες μετά στην Ολλανδία με την κατηγορία της νομιμοποίησης κερδών από ναρκωτικά, αφού πάνω του βρέθηκαν μισό εκατομμύριο δολάρια.
Μετά την δολοφονία της άλλαξε η νομοθεσία που προστάτευε περισσότερο τους δημοσιογράφους ενώ δόθηκαν επιπλέον δικαιοδοσίες στην αστυνομία προκειμένου να συλλαμβάνει ευκολότερα τα αφεντικά της μαφίας και των καρτέλ. Επτά χρόνια μετά τον θάνατό της, η ιστορία της γυρίστηκε σε ταινία, η οποία είχε τίτλο το όνομά της («Veronica Guerin») και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Cate Blanchett.