Η καλτ φιγούρα που έκανε θαύματα στα «πέτρινα» χρόνια του Ολυμπιακού
Ο Νίκος Τσιαντάκης ήταν ένας ποδοσφαιριστής που όλοι σέβονταν
Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ Δημοσίευση 20/10/2020 | 00:32
Τον Νίκο Τσιαντάκη τον θυμόμαστε για δυο πράγματα. Για τις επελάσεις και τις κοφτερές σέντρες του του από τα πλάγια αλλά και για την καλτ φυσιογνωμία του. Θα έπρεπε βέβαια να τον θυμόμαστε περισσότερο για έναν ακόμα λόγο. Το ήθος του Νίκου Τσιαντάκη ήταν και είναι σπάνιο. Ποδοσφαιρικό και ανθρώπινο. Ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, που το μυαλό του ήταν μόνο στην μπάλα και πουθενά αλλού. Και ίσως αυτό το τελευταίο ξεπερνά από μόνο του τα πρώτα δυο.
Γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 57 χρόνια στο Γοργογύρι Τρικάλων αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Το ποδόσφαιρο μπήκε από πολύ νωρίς στην ζωή του. Το μόνο κακό ήταν πως για χάρη του παραμελούσε τα μαθήματα. Εντάχθηκε για λίγο στον Ατρόμητο, αλλά ο πατέρας του αποφάσισε να τον σταματήσει για να αφοσιωθεί λίγο περισσότερο στο σχολείο.
Ωστόσο στο λύκειο εντάχθηκε ξανά στην ομάδα νέων της ομάδας του Περιστερίου. Δεν μπορούσε με τίποτα να παρατήσει το ποδόσφαιρο. Με τον Ατρόμητο αγωνίστηκε μέχρι το 1985. Σε αυτά τα χρόνια υπήρξε ένα αρχικό ενδιαφέρον του Ολυμπιακού αλλά δεν έγινε πραγματικότητα. Κάτι που θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα με μια ενδιάμεση στάση την «Πλατεία».
Ο Πανιώνιος ξόδεψε 6,5 εκατομμύρια δραχμές για να τον αποκτήσει. Ο Τσιαντάκης μετά από μερικά χρόνια στη Β’ Εθνική δεν ήθελε να διαψεύσει κανέναν. Και αμέσως πήρε φανέλα βασικού. Μετά από δυο σεζόν και με τον Κοσκωτά να δίνει μεγάλα ποσά, ο Τσιαντάκης θα πιάσει «λιμάνι». Ο κόσμος του Ολυμπιακού ήταν ενθουσιασμένος. Όχι τόσο αρχικά για τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες, αλλά για την εμφάνισή του. Η χαίτη, το μουστάκι και το συνολικό του στήσιμο, ήταν αυτό που λάτρευαν να βλέπουν οι Έλληνες οπαδοί την δεκαετία του ’80.
Φυσικά τα επόμενα 8 χρόνια που έμεινε στον Ολυμπιακό, δεν τον αγάπησαν μόνο γι’ αυτό, αλλά για τις εξαιρετικές του εμφανίσεις αλλά και για την αγάπη που έδειξε για την ομάδα σε μια από τις πιο δύσκολες περιοδούς στην ιστορία του Ολυμπιακού. Τα λεγόμενα «πέτρινα χρόνια», όπου ο Ολυμπιακός δεν κατέκτησε πρωτάθλημα παρά μόνο δυο Κύπελλα Ελλάδας, το 1990 και το 1992. Ο Τσιαντάκης ήταν πάντα εκεί. Στο άκρο της επίθεσης παλεύοντας με τα θηρία και βγάζοντας τις αναπάντεχες, κοφτερές και εύστοχες σέντρες του.
Από το 1988 ήταν μέλος της Εθνικής Ελλάδας. Αγωνίστηκε συνολικά 47 φορές με το εθνόσημο στο στήθος, ενώ αποκορύφωμα ήταν το ταξίδι του μαζί με την Εθνική στην τελική φάση του Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Με τον Ολυμπιακό πέτυχε συνολικά 22 γκολ σε 186 εμφανίσεις. Το 1995 είχε έρθει η ώρα στα 32 του να φύγει και να πάει στην Θεσσαλονίκη και τον Άρη. Ταίριαξε κι εκεί. Έστω κι αν έμεινε για έναν χρόνο. Κατέβηκε ξανά προς Πειραιά μεριά, αυτή τη φορά για να φορέσει την φανέλα του Ιωνικού για δυο χρόνια. Πέρασε από τον ΟΦΗ και έκλεισε την καριέρα του στην Καισαριανή και τον Εθνικό Αστέρα. Είχε κλείσει τα 36 και όδευε προς τα 37.
Πέρασε μια δεκαετία περίπου όταν τον είδαμε με τήβεννο να παίρνει στα 48 του το πτυχίο του από την Γυμναστική Ακαδημία, με το μουστάκι να κάνει ακόμα παρέα στο πάνω χείλος του. Είχε αφήσει ένα μάθημα και αποφάσισε να το δώσει. Τελικά, αυτό ήταν το κυριότερο προτέρημα του Νίκου Τσιαντάκη. Ποτέ δεν παρατούσε τίποτα. Ούτε το πτυχίο, ούτε το ποδόσφαιρο, ούτε καν μια φάση μέσα στον αγώνα...