Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Σήμερα, το Ολυμπιακό Στάδιο της χώρας έχει το όνομά του. Ο Σπύρος Λούης, ο θρυλικός μαραθωνοδρόμος που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο, ήταν ένας απλός άνθρωπος που συμμετείχε τυχαία στον αγώνα που τον έκανε γνωστό στο πανελλήνιο.
Γεννήθηκε το 1872 στο Μαρούσι της Αττικής, σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και από μικρός ο Σπύρος Λούης τον βοηθούσε να κουβαλάει νερό. Όταν κάποια στιγμή υπηρέτησε στον στρατό, η αντοχή του εξέπληξε τους πάντες. Ένας θρύλος λέει πως μια μέρα έτρεξε από την Αθήνα στο Μαρούσι και πίσω, γιατί ξέχασε το πηλήκιο του.
Η συμμετοχή του στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 ήταν εντελώς τυχαίος. Ο διοικητής του που ήταν και αθλητικός κριτής τον πρότεινε, επειδή ήξερε τα προσόντα του. Δεν έκανε ούτε μισή μέρα προετοιμασία. Κι όμως. Μπήκε πρώτος στο Καλλιμάρμαρο, ενώ άκουγε το ενθουσιασμένο πλήθος να ζητωκραυγάζει τον άντρα με την παραδοσιακή ενδυμασία του τσολιά.
Αμέσως κυκλοφόρησαν οι φήμες ότι είχε κόψει δρόμο, χρησιμοποιώντας μάλιστα και κάρο για να βρεθεί μπροστά από τους αντιπάλους του. Όμως αυτά ήταν προϊόντα ζήλιας και δυσπιστίας για το εξαιρετικό του κατόρθωμα. Ωστόσο ο Λούης δεν έτρεξε ξανά. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, εργάστηκε ως αγρότης, νερουλάς και αργότερα και ως αστυνομικός.
Συχνά καλούνταν σε αθλητικές εκδηλώσεις. Ο κόσμος τον λάτρευε. Εμφανιζόταν πάντα με τη φουστανέλα και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Κάτι τέτοιο έγινε και το 1936, όταν προσκλήθηκε από τον Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Συμβολικά, χάρισε στον Χίτλερ ένα κλάδο ελαίας, θέλοντας να δείξει πως η ειρήνη θα πρέπει να διατηρηθεί, αφού υπήρχαν ήδη σημάδια έντασης στην Ευρώπη. Ήταν μάλιστα το μόνο μέλος της ελληνικής αποστολής που δεν τον χαιρέτησε ναζιστικά.
Προφυλακίστηκε για έναν χρόνο για μια κατηγορία που κρίθηκε αβάσιμη το 1926. Τα έφερνε δύσκολα βόλτα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Πέθανε φτωχός στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου του 1940, σε ηλικία 68 ετών. Έχει τιμηθεί από τότε από το ελληνικό κράτος και το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο του τρεξίματος, αφού η φράση «έγινε Λούης», χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.