Θεωρείται ως ο σημαντικότερος Αμερικανός τραγουδιστής του 20ου αιώνα. Καθαρή φωνή, καθαρή άρθρωση και επιβλητική σκηνική παρουσία, ο Frank Sinatra κατέκτησε τα πάντα. Φήμη, δόξα, κοινό, γυναίκες. Εκτός από το τραγούδι βέβαια, έκανε και σημαντική καριέρα στο σινεμά. Το σίγουρο είναι ένα: κανένας δεν μπορεί να του αρνηθεί μια θέση στους κορυφαίους.
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1915, ως Francis Albert «Frank» Sinatra. Από ένα λάθος του γιατρού παραλίγο να μην γεννηθεί. Για λίγη ώρα, πίστευαν πως είναι νεκρός. Ο γιατρός τον έβαλε κάτω από το κρύο νερό και επανήλθε στη ζωή.
Ο πατέρας του καταγόταν από τη Σικελία και ήταν μποξέρ και πυροσβέστης. Η μητέρα του ήταν επίσης Ιταλίδα, και είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν μοναχογιός και κακομαθημένος. Γι’ αυτό το λόγο ίσως όταν έκανε την επανάστασή του, πέρασε για λίγο στην παρανομία, όταν έγινε αρχηγός συμμορίας μικροκλεφτών.
Στα 18 του άκουσε για πρώτη φορά τον Bing Crosby. Τότε αποφάσισε να γίνει τραγουδιστής. Και φαίνεται πως είχε μεγάλη επιρροή επάνω του, αφού το στυλ που υιοθέτησε ήταν παρόμοιο. Κέρδισε σε μια εκπομπή ταλέντων και έπιασε δουλειά σε ένα μικρό κλαμπ του Νιου Τζέρσει. Το 1940, έγινε μέλος της μπάντας του Τόμι Ντόρσεϊ και από εκεί και πέρα η καριέρα του απογειώθηκε.
Οι κοπέλες τον αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. Η φωνή του καθαρή και δυνατή, έγινε πολύ χαρακτηριστική και απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Μόνο ο «βασιλιάς» Έλβις μπόρεσε να προκαλέσει μεγαλύτερη φρενίτιδα. Τουλάχιστον στις ΗΠΑ. Ο κινηματογράφος τον βοήθησε να γίνει ακόμα πιο γνωστός.
Το παρατσούκλι που του δόθηκε ήταν το προφανές: «Η Φωνή». Αυτή η φωνή όμως είχε μια δυσάρεστη στιγμή το 1952. Οι φωνητικές του χορδές μάτωσαν στο Copacabana της Νέας Υόρκης. Όλοι τον ξέγραψαν. Ακόμα και η δισκογραφική του εταιρία έκανε πως τον ακούει για πρώτη φορά.
Τον επόμενο χρόνο παρακάλεσε για έναν ρόλο στην ταινία «From Here to Eternity» με σχεδόν εξευτελιστική αμοιβή. Όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά κέρδισε και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου και επανήλθε θριαμβευτικά. Η φωνή του ήταν καλά, πιο ώριμη από ποτέ. Όπως και ο ίδιος.
Έφτασε στην κορυφή. Ήθελε ταυτόχρονα να περνάει καλά. Και αυτό το έκανε με τους φίλους του. Με τους ανθρώπους που μπορούσε να κάνει αστείρευτη πλάκα και που σεβόταν. Γι’ αυτό και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δημιούργησε το θρυλικό «Rat Pack», μαζί με τους Dean Martin και Sammy Davies Junior, στο οποίο μετά προστέθηκαν Peter Lawford και Joey Bishop.
Το 1971 αποσύρθηκε από το τραγούδι. Όμως άντεξε δυο χρόνια. Συνέχισε να τραγουδά για άλλα 25 χρόνια. Μέχρι που η φωνή «σίγησε» στις 14 Μαΐου του 1998, σε ηλικία 83 ετών. Είχε πολλές γυναίκες, πολλούς φίλους και αρκετούς εχθρούς. Τα έκανε όλα έντονα, πληγώθηκε και λατρεύτηκε. Όλα όμως τα έκανε με το δικό του τρόπο. Και αυτή είναι η κληρονομιά του…