To 1843, ο Βασιλιάς Όθωνας είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του. Και όχι μόνο. Η πολιτική του προάσπιζε τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Οι Έλληνες που πριν από λίγα χρόνια είχαν πετάξει από πάνω τους τον οθωμανικό ζυγό που κράτησε σχεδόν 400 χρόνια, δεν ήταν διατεθειμένοι να αποκτήσουν έναν άλλο. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843, ένα πολιτικοστρατιωτικό κίνημα εκδηλώθηκε στην Αθήνα με κύριο αίτημα την παραχώρηση Συντάγματος. Η ημέρα εκείνη έμεινε στην ιστορία ως η «Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου».
Η εισαγωγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Ελλάδα είχε ωριμάσει το 1843. Φιλελεύθερα στοιχεία ζητούσαν Σύνταγμα από την εποχή του Καποδίστρια. Το ίδιο έκαναν και οι παραγκωνισμένοι ήρωες του ’21 αλλά και οι πρόκριτοι. Ο λαός αδημονούσε επίσης, παρόλο που είχε θολή εικόνα για το τι αντιπροσώπευε.
Την ίδια εποχή, η Ελλάδα βρισκόταν στο έλεος των πιστωτών της. Από τον Ιανουάριο του 1843, δεν μπορούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της και οι πιστωτές ζήτησαν και πέτυχαν μια οικονομική συμφωνία που ήταν δυσβάσταχτη για το φτωχό ελληνικό κράτος (κάτι σαν το σημερινό μνημόνιο). Μείωση κρατικών δαπανών, περικοπές μισθών και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Το καθεστώς του Όθωνα δημιουργούσε αντιπάλους με γρήγορους ρυθμούς.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν προϊόν συνωμοσίας τριών ανθρώπων: του Κεφαλλονίτη αγωνιστή και διπλωμάτη Ανδρέα Μεταξά (Ρωσικό Κόμμα), που έφερε τον τίτλο του Κόμη, του Αιγιώτη αγωνιστή Ανδρέα Λόντου (Αγγλικό Κόμμα) και του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (Γαλλικό Κόμμα). Αργότερα μυήθηκαν κι άλλοι. Οι αρχές κάτι υποψιάστηκαν και πήραν μέτρα, αλλά δεν αποδείχθηκαν αρκετά.
Αρχικά το κίνημα ήταν προγραμματισμένο για την 25η Μαρτίου του 1844, αλλά έγινε νωρίτερα λόγω της υποψίας των αρχών. Η Φρουρά των Αθηνών, με αρχηγό τον Δημήτρη Καλλέργη, στρατοπέδευσε στο Μοναστηράκι και παρατάχθηκε έξω από τα ανάκτορα, τόπος που μετά από εκείνη την ημέρα ονομάστηκε Πλατεία Συντάγματος. Με μπροστάρη τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, πλήθος κόσμου έφτασε στο σημείο και φώναζε «Ζήτω το Σύνταγμα».
Ο Όθωνας δεν είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Ένας αξιωματικός από τους κινηματίες, εισήλθε στα ανάκτορα και του ανακοίνωσε την εξέγερση. Ο Όθωνας έστειλε τον υπουργό Στρατιωτικών για να μάθει τα αιτήματά τους, αλλά εκείνοι τον συνέλαβαν. Η βασίλισσα Αμαλία συμβούλευσε τον σύζυγό της να δεχθεί τα αιτήματα του λαού για Σύνταγμα και περισσότερες πολιτικές ελευθερίες.
Ο βασιλιάς εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο των ανακτόρων και άνοιξε διάλογο με τον Καλλέργη. Εκείνος του εξήγησε πως ο λαός και ο στρατός απαιτεί άμεση σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης για την παραχώρηση Συντάγματος. Ο Όθωνας θέλησε να κερδίσει χρόνο και υποσχέθηκε να το κάνει την επόμενη ημέρα. Ο Καλλέργης επέμενε, ενώ αξίωσε ακόμη την παραίτηση της κυβέρνησης και τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα απολάμβανε την εμπιστοσύνης του λαού και την αποπομπή των Βαυαρών από τη δημόσια διοίκηση, εκτός των αποδεδειγμένα φιλελλήνων.
Ο Όθωνας φώναξε τους ξένους πρεσβευτές για διαβουλεύσεις. Ο Καλλέργης όμως τους έκλεισε τον δρόμο. Μια κίνηση που τελικά απομόνωσε τον βασιλιά, ο οποίος αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα αιτήματα, ενώ προς στιγμήν σκέφτηκε ακόμα και να παραιτηθεί.
Διόρισε πρωθυπουργό τον αρχηγό του Ρωσικού κόμματος, Ανδρέα Μεταξά, ενώ πολλά μέλη του κινήματος πλαισίωσαν διάφορα υπουργεία. Το πιο σημαντικό, εκτός από την επιτυχία του κινήματος, ήταν ότι δε χύθηκε ούτε μια σταγόνα αίμα.
Σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, στα τέλη Οκτωβρίου του 1843 έπρεπε να διεξαχθούν οι πρώτες εκλογές στην Ελλάδα. Η Βουλή που προέκυψε, στις 8 Νοεμβρίου με πρόεδρο τον υπέργηρο Πανούτσο Νοταρά, αποφάσισε να λάβει το όνομα «Η της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις». Κύριο έργο της ήταν η σύνταξη του Συντάγματος, το οποίο ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844 και αποτέλεσε τη βάση για όλα τα επόμενα.