Η απότομη πτώση κρουσμάτων της μετάλλαξης Δέλτα στην Ιαπωνία είναι εδώ και λίγο καιρό θέμα αναλύσεων. Μια νέα επαναστατική θεωρία προσπάθεια εξηγήσει τον λόγο που συνέβη κάτι τέτοιο.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Γενετικής της «χώρας του ανατέλλοντος ηλίου», αναφέρει ότι η μετάλλαξη Δέλτα οδηγήθηκε σε μια «φυσική εξαφάνιση», επειδή οι πολλές μεταλλάξεις το ανάγκασαν να φτάσει σε ένα στάδιο που δεν μπορούσε πλέον να δημιουργήσει αντίγραφα του εαυτού του.
Η Ιαπωνία στην κορύφωση του πέμπτου κύματος, κατέγραφε ημερησίως περίπου 26 χιλιάδες κρούσματα. Ωστόσο τον Νοέμβριο η χώρα μπήκε σε μια ξαφνική ανάκαμψη, φτάνοντας το πολύ 200 κρούσματα ημερησίως, ενώ η Παρασκευή ήταν η πρώτη ημέρα μέσα σε διάστημα 15 μηνών, που δεν καταγράφηκε κανένας θάνατος από Covid-19. Την Δευτέρα, η πόλη με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, το Τόκιο, κατέγραψε μόλις 6 νέα κρούσματα.
Ο καθηγητής Ituro Inoue, ειδικός στη γενετική, πρότεινε μια «δυνητικά επαναστατική» θεωρία για να εξηγήσει αυτή την πτώση. Σε αυτή αναφέρει πως η μετάλλαξη Δέλτα συσσώρευσε πάρα πολλές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη διόρθωσης σφαλμάτων του ιού που ονομάζεται nsp14. Δηλαδή ο ιός αγωνίστηκε να επιδιορθώσει εγκαίρως τα σφάλματά του αλλά τελικά προκάλεσε την δική του «αυτοκαταστροφή».
Με την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ ανακοίνωσαν πως ήταν δυο φορές πιο μεταδοτική από άλλες, ενώ μπορούσε να προκαλέσει πιο σοβαρή ασθένεια σε όσους δεν είχαν κάνει το εμβόλιο. Η υπόθεση ήταν πως είχε πολύ πιο ζωντανή γενετική ποικιλότητα από το αρχικό στέλεχος Alpha. Αλλά ο Inoue μετά από έρευνα υποστηρίζει το αντίθετο.
«Σοκαριστήκαμε όταν είδαμε τα ευρήματα», δήλωσε στους The Japan Times. «Στην Ιαπωνία η Δέλτα ήταν πολύ πιο μεταδοτική και κρατούσε εκτός άλλες μεταλλάξεις. Αλλά όταν αυτές συσσωρεύθηκαν, πιστεύουμε πως έγινε ελαττωματικός και έφτασε σε σημείο να μην μπορεί να δημιουργήσει αντίγραφα του εαυτού του. Αν σκεφτούμε ότι τα κρούσματα δεν αυξάνονται, πιστεύουμε ότι κατά τη διάρκεια τέτοιων μεταλλάξεων οδηγήθηκε τελικά στην φυσική του εξαφάνιση».
Μερικοί αποδίδουν την πτώση αυτή στο ποσοστό των εμβολιασμών που φτάνει το 76,2% αλλά και στην αυστηρή χρήση της μάσκας. Ωστόσο, ο Inoue λέει πως οι νέες μολύνσεις θα αυξάνονταν ακόμα, αν το στέλεχος παρέμενε «ζωντανό». «Αν ο ιός παρέμενε ζωντανός, τα κρούσματα θα αυξάνονταν καθώς κάλυψη και εμβολιασμός δεν αποτρέπουν τις λοιμώξεις σε κάποιες περιπτώσεις».
Ο καθηγητής Takeshi Urano, ερευνητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Shimane, συμφωνεί με τα ευρήματα του καθηγητή Inoue, λέγοντας η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει σε νέες ιατρικές θεραπείες. «Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι ένας ιός με ‘ανάπηρο’ nsp14, έχει μειωμένη ικανότητα αναπαραγωγής. Οπότε αυτό μπορεί να κρύβεται πίσω από τη μείωση των κρουσμάτων. Το nsp14 προέρχεται από τον ίδιο τον ιό και ο χημικός παράγοντας για τον περιορισμό αυτής της πρωτεΐνης θα μπορούσε να γίνει ένα πολλά υποσχόμενο φάρμακο», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η Ιαπωνία βρέθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις αρχές Οκτωβρίου αλλά τώρα μπορεί να κοιτάει με αισιοδοξία το μέλλον, αφού έχει τα χαμηλότερα ποσοστά μόλυνσης απ’ όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Βέβαια, ο καθηγητής Inoue προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει ανοσία σε πιθανά νέα στελέχη.
«Υπήρχε η μετάλλαξη Δέλτα, αργότερα ήρθαν κι άλλες, αλλά η Δέλτα τις κρατούσε μακριά. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να τις κρατάει μακριά, υπάρχει πολύς χώρος για νέες να εισέλθουν, γιατί τα εμβόλια από μόνα τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Νομίζω ότι τα μέτρα της καραντίνας είναι πολύ σημαντικά,. Γιατί δεν ξέρουμε τι μπορεί να έρθει από άλλες χώρες».
Η έρευνα αυτή μπορεί να ρίξει φως και στην εξαφάνιση του SARS στην χώρα το 2003. Διεξάγοντας ένα πείραμα, οι ερευνητές προκάλεσαν μεταλλάξεις στο nsp14 στον ιό που προκαλεί τον SARS, βρίσκοντας τελικά ότι ο ιός δεν μπορούσε να αναπαραχθεί αφού ολοκλήρωσε αρκετές μεταλλάξεις.
Ο Inoue πάντως υποστηρίζει πως πρόκειται για μια υπόθεση προς το παρόν, αφού δεν υπάρχουν δεδομένα γονιδιώματος και πως είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύουμε ότι αυτή η πτώση θα συμβεί παγκοσμίως. «Οι πιθανότητες δεν είναι μηδενικές, αλλά αυτό φαίνεται πολύ αισιόδοξο προς το παρόν, καθώς δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια στοιχεία, αν και έχουμε εξετάσει διάφορα δεδομένα άλλων χωρών», κατέληξε.