Τον είπαν Έλληνα Μαραντόνα, τον είπαν «Νουρέγιεφ της μπάλας», τον είπαν αρτίστα. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, όταν είχε την μπάλα στα πόδια του τότε ήταν σαν να ζωγράφιζε ένα αριστούργημα. Δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει εύκολα άλλος Έλληνας παίκτης με αυτή την ικανότητα με την μπάλα στα πόδια.
Ωστόσο, υπήρξαν και μερικές στιγμές στην καριέρα του που αδικήθηκε από τις συνθήκες ή αδίκησε ο ίδιος τον εαυτό του. Ο «Βάσια» παρολ’ αυτά, δεν παύει να είναι ο καλύτερος Έλληνας παίκτης όλων των εποχών, ένας «μάγος» που δυστυχώς, πολύ λιγότεροι απ’ όσοι πραγματικά άξιζε είχαν την τύχη να δουν τα μαγικά του.
Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1954 στην Τασκένδη της πρώην ΕΣΣΔ. Οι πρώτες του δυο ομάδες ήταν στη σημερινή πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Με την φανέλα της Παχτακόρ μάλιστα σκόραρε αρκετές φορές, κάτι που το 1975 τον οδήγησε ώστε να φορέσει τη φανέλα των νέων της εθνικής ομάδας της ΕΣΣΔ.
Την ίδια χρονιά, λίγο πριν κλείσει τα 21, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και στον Ηρακλή. Είχε μόλις βγάλει μάτια απέναντι στην Κυπελλούχο Ευρώπης Δυναμό Κιέβου και το France Football του έκανε ολόκληρο αφιέρωμα για εκείνο το ματς. Ο Ολυμπιακός είχε κάνει επίσημη πρόταση 10 εκατομμυρίων δραχμών, αλλά στη Σοβιετική Ένωση δεν συνηθίζονταν οι μεταγραφές, με τον Ηρακλή να κερδίζει την κούρσα, μιας και στην πόλη ζούσε η γιαγιά του και οι θείες του.
Χίλια άτομα τον υποδέχθηκαν στον σταθμό του τρένου. Το ντεμπούτο του με τη φανέλα του «Γηραιού» το πραγματοποίησε σαν σήμερα πριν από 46 χρόνια στη Βέροια. Τρεις χιλιάδες ήταν οι οπαδοί του Ηρακλή που ταξίδεψαν για να τον δουν. Τα επόμενα 15 χρόνια μέχρι να αποσυρθεί, το Καυτατζόγλειο Στάδιο γέμιζε από οπαδούς του Ηρακλή, του ΠΑΟΚ και του Άρη, γιατί όλοι ήθελαν να δουν τον «Βάσια» από κοντά. Ο «μάγος» είχε τη δεύτερη μόλις χρονιά του στην ομάδα, μια τεράστια συνεισφορά στην κατάκτηση του μοναδικού εγχώριου τίτλου της ομάδας του Ηρακλή στη μακρόχρονη ιστορία του.
Το 1976 ο Ηρακλής απέκλεισε τον Παναθηναϊκό και κατέβηκε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό στη Νέα Φιλαδέλφεια. Το ματς που ακολούθησε ήταν από τα πιο συναρπαστικά στην ιστορία του θεσμού. Ο κανονικός αγώνας έληξε 2-2 με τον Χατζηπαναγή να ανοίγει το σκορ στο 25’, περνώντας όλη την άμυνα των «Πειραιωτών». Στην παράταση έδωσε εκ νέου το προβάδισμα στην ομάδα του, αλλά το παιχνίδι έληξε 4-4 και οδηγήθηκε στα πέναλτι. Εκεί μπορεί να έχασε το πέναλτι αλλά οι συμπαίκτες του τα έβαλαν όλα και ο Ηρακλής στέφθηκε Κυπελλούχος Ελλάδας για πρώτη και έως τώρα μοναδική φορά στην ιστορία του.
Λόγω της συμμετοχής του στις μικρές εθνικές αλλά και στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, το μεγάλο του όνειρο να παίξει στην Εθνική Ελλάδας δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μόνο σε ένα φιλικό και σε έναν αγώνα προς τιμήν του κατάφερε να τη φορέσει και όχι σε επίσημο ματς. Όπως είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Τα Νέα», «Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην εθνική Ελλάδος που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του».
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον Ηρακλή. Τότε τα συμβόλαια ήταν κάτι σαν «ισόβια» συμβόλαια και δεν ήταν εύκολο να φύγεις από μια ομάδα. Όλοι οι σύλλογοι της Αθήνας τον ήθελαν, αλλά και ομάδες του εξωτερικού, όπως η Άρσεναλ. Αλλά τελικά παρέμεινε για πάντα στον «Γηραιό».
Το τελευταίο του παιχνίδι με τα «κυανόλευκα» το έπαιξε τον Οκτώβριο του 1990. Στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ανακοίνωσε πως αποσύρεται. Το πιο σημαντικό ίσως παιχνίδι στην καριέρα του ήταν το 1984 στο Νιου Τζέρσει των ΗΠΑ. Εκεί αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της Νιου Γιορκ Κόσμος. ΟΙ Έλληνες ομογενείς κατέκλισαν το γήπεδο για να δουν τον «Βάσια» συμπαίκτη με ονόματα όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο Κέβιν Κίγκαν, ο Πίτερ Σίλτον και ο Φέλιξ Μάγκατ.
Μπορεί να αδίκησε τον εαυτό του και να αδικήθηκε, αλλά κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τον Βασίλη Χατζηπαναγή τον τίτλο του «Μάγου», που όταν έμπαινε στο γήπεδο, τα οπαδικά πήγαιναν περίπατο. Όλοι ήθελαν να δουν τον αρτίστα με το πλούσιο μαλλί που μπορούσε να «ντριμπλάρει ακόμα και τηλεφωνικό θάλαμο». Τα λόγια πολλές φορές δεν φτάνουν…