Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν ένας από τους καλύτερους κωμικούς ηθοποιούς που έχουμε δει. Ίσως και ο καλύτερος. Κι ακόμα κι αν κάποιοι διαφωνούν, δεν θα μπορέσουν να διαφωνήσουν πως ήταν ένας «δάσκαλος» του αυτοσχεδιασμού. Οι κωμικές, κυρίως, πινελιές που έβαζε σε κάθε του εμφάνιση, είναι αξέχαστες.
Ο Αυλωνίτης γεννήθηκε στην Αθήνα την Πρωτοχρονιά του 1904. Μετά το σχολείο και τον στρατό, ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός σκηνογράφου στη γειτονιά του στο Θησείο. Το βράδυ έτρωγε με τους ηθοποιούς, οι οποίοι αναγνώρισαν αμέσως το πηγαίο χιούμορ του.
Ένας θεατρικός επιχειρηματίας παρατήρησε τους αυτοσχεδιασμούς του και την άνεση του στην επικοινωνία με τους άλλους και τον ανέβασε στο σανίδι. Βρέθηκε σε αυτήν σε ηλικία 20 ετών και η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που σε 4 χρόνια είχε δικό του θίασο.
Από το καλοκαίρι του 1960, συνεργάστηκε με τους Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη και Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Μετροπόλιταν» και την παράσταση «Κάθε Καρυδιάς Καρύδι». Το 1961 δημιουργήθηκε η θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης - Γεωργία Βασιλειάδου - Νίκος Ρίζος», η οποίακαι διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια με μεγάλη επιτυχία στην κωμωδία. Η φιλία των τριών ήταν από τις λίγες.
Στον κινηματογράφο από το 1929 και μετά, πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 80 ταινίες. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Το Αμαξάκι» (1957), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» (1960), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Η Σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966) κ.α.
Ήταν μεγάλος γυναικάς. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε με την Πόπη. Την παράτησε όμως και έφυγε με τη Γαλλία με μια νεαρή θαυμάστρια του, προκαλώντας σκάνδαλο για την εποχή. Εκεί έμεινε για αρκετό καιρό, αλλά όχι με τη θαυμάστρια του. Γιατί στη Γαλλία γνώρισε τη Γιογιό, την οποία παντρεύτηκε και έκανε μαζί της δυο παιδιά. Η Γιογιό έγινε το λιμάνι του, αφού από τότε ήταν πιστός και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του.
Δεν σπούδασε ποτέ του. Αλλά το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό τον έκανε πρώτο όνομα στην επιθεώρηση και στον κινηματογράφο. Ωστόσο, δεν έκανε ποτέ περιουσία. Ο τζόγος και ειδικότερα τα άλογα, δεν τον άφησαν. Στην ταινία του 1963, «Τρίτη και 13» υπάρχει μια σκηνή που ο Γιάννης Γκιωνάκης μαζί με την Πόπη Λάζου, πάνε στον ιππόδρομο. Ο Αυλωνίτης δεν βρίσκεται στο καστ, αλλά η κάμερα τον εντοπίζει στον ιππόδρομο να κοιτάει με αγωνία τα άλογα.
Η αλήθεια είναι, όπως έγραψε και η εφημερίδα «Το Βήμα» την ίδια χρονιά, πως ο Αυλωνίτης βρισκόταν συνεχώς στο φαληρικό δέλτα. Ο εθισμός του ήταν μεγάλος, τόσο μεγάλος που η φίλη του Γεωργία Βασιλειάδου έφτασε στο σημείο να του πει να της δίνει τα λεφτά του για να μην τα παίξει. Της τα έδωσε αλλά δεν άντεξε πολύ και σύντομα της τα ζήτησε πίσω. Από τότε η Γεωργία Βασιλειάδου τον φώναζε «κεφάλα».
Στα τελευταία χρόνια της ζωή τους έγινε και αρκετά απόμακρος εξαιτίας αυτού του πάθους, το οποίο τον έκανε να παραμελήσει τον εαυτό του και την υγεία του. Η χρόνια βρογχίτιδα από την οποία έπασχε τον έστειλε στο νοσοκομείο, με την κατάσταση του να επιδεινώνεται συνεχώς. Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1970, μόλις στα 66 του χρόνια. Μπορεί ο τζόγος να ήταν το πάθος του, αλλά ευτυχώς είχε πάθος και για την κωμωδία. Και στο δεύτερο, σε αντίθεση με το πρώτο, τα πήγε εξαιρετικά.