Μύκητας Candida Auris: Σκοτώνει 6 στους 10 ασθενείς
Οι τρεις λόγοι που θεωρείται απειλητικός
Δημοσίευση 6/5/2022 | 10:46
«Βόμβα» μεγατόνων έριξε χθες ο λοιμωξιολόγος Νίκος Σύψας, ο οποίος μίλησε για την απειλή από ενδονοσοκομειακά μικρόβια που έχουν αναπτύξει απίστευτες αντοχές, μεταξύ αυτών και ο Candida Auris, ένας πανίσχυρος μύκητας που σύμφωνα με τον καθηγητή είναι ήδη στα νοσοκομεία μας.
Στην εκπομπή Κοινωνία Ώρα MEGA μίλησε σχετικά η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, Ματίνα Παγώνη, εξηγώντας τι συμβαίνει με τον συγκεκριμένο μύκητα.
«Αυτό το στέλεχος δεν είναι τώρα, το γνωρίζουμε από το 2009, στην Ιαπωνία εμφανίστηκε πρώτη φορά, μάλιστα η καλλιέργεια έγινε στο αυτί ενός Ιάπωνα. Τα τελευταία χρόνια όντως υπάρχει αυτο το στέλεχος, όντως είναι επιθετικό στέλεχος και πρέπει γρήγορα να γίνεται η ταυτοποίηση, ώστε να πάρει τη θεραπευτική αγωγή που πρέπει ο ασθενής για να μπορέσει να το αντιμετωπίσει», ανέφερε αρχικά η κ. Παγώνη.
Πρόσθεσε ότι το στέλεχος αυτό απαντάται σε νοσοκομεία και ιδιαίτερα σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ενώ εξήγησε πως, παρότι είναι δύσκολο στέλεχος, αν γίνει γρήγορα η ταυτοποίησή του μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Ωστόσο, τόνισε πως ο Candida Auris έχει μεγάλη θνησιμότητα. «Εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε ακριβή ποσοστά, στο εξωτερικό έχει πολύ μεγάλα ποσοστά, 6 στους 10. Εάν όμως η ταυτοποίηση γίνει γρήγορα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γι΄αυτό επιμένουμε στο θέμα της ταυτοποίησης του στελέχους», υπογράμμισε.
Ο μήκυτας αυτός θεωρείται επικίνδυνος μελλοντικά για τρεις κύριους λόγους:
1. Εμφανίζει συχνά αντοχή σε αντιμυκητικά φάρμακα, όπως οι αζόλες, ή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β.
2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει δυσκολίες με τις συνήθεις εργαστηριακές μεθόδους. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
3. Επειδή Candida auris προκαλεί όλο και συχνότερα επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης, η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική, ώστε να ληφθούν ειδικά μέτρα για την πρόληψη της διασποράς.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η πρώτη απομόνωση του μύκητα ήταν το 2019, και έκτοτε απομονώνονται με αυξανόμενη συχνότητα στελέχη C. auris από διεισδυτικές λοιμώξεις (καντινταιμίες), σε βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδαγγειακών καθετήρων.
Επίσης ο μύκητας έχει απομονωθεί από δείγματα αποικισμού ασθενών και προσωπικού, καθώς και από περιβαλλοντικά δείγματα από επιφάνειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο αποστέλλονται δείγματα από νοσοκομεία όλης της χώρας για έλεγχο ταυτοποίησης και ευαισθησίας.
Η εξέλιξη στα θηλαστικά είναι δύσκολο να παρατηρηθεί μέσα στην μακρά πορεία τους στα χρόνια, αλλά στην περίπτωση των μυκήτων, των βακτηρίων και των παρασίτων, η εξέλιξη συμβαίνει αιφνίδια και προκαλεί θάνατο και σοβαρές επιπλοκές.
Η αντοχή στα φάρμακα είναι μια φυσική συνέπεια της χρήσης φαρμάκων για λοιμώδη νοσήματα. Το πρόβλημα έχει φτάσει σε επιδημιολογικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και έχει επισημανθεί ως μία από τις σοβαρότερες απειλές της σύγχρονης ιατρικής από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.
Οι εστίες
Οι εστίες αυτού του μύκητα εμφανίζονται σχεδόν πάντα σε νοσοκομεία ή σε γηροκομεία. Επιπλέον, μπορεί να είναι πολύ σοβαρές οι επιπτώσεις του, ακόμα και να οδηγήσουν σε σημείο της σήψης. Δηλαδή, η εξάπλωση της λοίμωξης από το αίμα του ασθενούς.
Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ζώντας σε νοσοκομεία, έγιναν ανθεκτικοί στη φαρμακευτική αγωγή. Δείγματα από πατώματα νοσοκομείου, έπιπλα από αίθουσες κλινικών, ακόμη και υπολογιστές βρέθηκαν θετικά στον Candida auris.
Αφού επιβεβαίωσαν την πρώτη περίπτωση Candida auris το 2009, οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι προηγούμενες μη αναγνωρισμένες λοιμώξεις οφείλονταν πιθανώς σε αυτό το παθογόνο. Μία περίπτωση συγκεκριμένα από το 2008, επίσης στη Νότια Κορέα, θα μπορούσε να ήταν από αυτόν.
Από εκεί, οι επιστήμονες καταμέτρησαν περιπτώσεις στην Ινδία, τη Νότια Αφρική, τη Βενεζουέλα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι δύο τελευταίες χώρες, μαζί με την Ισπανία και την Κολομβία, το αναγνώρισαν ως μύκητα το 2016.