Η Μαρία Παπαδάκη ήταν χήρα με καταγωγή από την Κρήτη. Έμενε μαζί με την κόρη της στα Χανιά μέχρι που την πήρε και έφυγαν για να μετακομίσουν σε ένα φτωχόσπιτο του Πειραιά. Ο λόγος; Η κόρη της Μαρίας, η Αφροδίτη, ήταν έγκυος αλλά δεν ήταν παντρεμένη. Η 30χρονη είχε μάλλον προγαμιαίες σχέσεις με κάποιον που δεν ήθελε να παντρευτεί ή που ήταν ήδη παντρεμένος. Αν μαθευόταν κάτι τέτοιο στη μικρή κοινωνία της Κρήτης, η ντροπή θα ήταν μεγάλη, μέχρι και επικίνδυνη.
Πειραιάς, λίγο μετά το 1900
Όσο φούσκωνε, η Αφροδίτη με τη μάνα της έπρεπε να κρύψουν το «φοβερό και ένοχο μυστικό». Έλεγαν λοιπόν ότι έπασχε από υδρωπικία (!), μια ασθένεια κατά την οποία η κοιλιά γεμίζει με υγρά και πρήζεται. Κάποια στιγμή μετακόμισαν στον Πειραιά. Φυσικά και ο Πειραιάς των αρχών του 20ου αιώνα δεν πήγαινε πίσω. Φτωχογειτονιές, με εργάτες και ναυτικούς, με λίγους πρόσφυγες ακόμα, το «κρυφτό» συνεχίστηκε και εκεί, με τις γειτόνισσες να ρωτάνε και τις δυο γυναίκες να συνεχίζουν το παραμύθι με την υδρωπικία.
Όταν έφτασε η ώρα της γέννας, η χήρα μητέρα και γιαγιά, έκλεισε την κόρη της στο μαγειρειό, για να μην ακουστεί τίποτα και μαθευτεί κάτι στη γειτονιά. Ένα αγοράκι γεννήθηκε, που όμως δεν πρόλαβε να δει τίποτα από τον κόσμο. Η μητέρα του πήγε να ξαπλώσει, καθώς είχε χάσει πολύ αίμα, και η γιαγιά διέπραξε αμέσως το ειδεχθές έγκλημα (πριν προλάβουν να ακουστούν τα κλάματα του μωρού).
Με ένα μαχαίρι αποκεφάλισε το νεογνό και του έκοψε τα πόδια. Στη συνέχεια τοποθέτησε τα κομμάτια μέσα σε ένα τσουκάλι με βραστό νερό για να τα εξαφανίσει. Αν δεν υπήρχαν τα σημάδια από αίματα στην αυλή, κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα γι’ αυτό.
Όταν η κόρη έφυγε από το μαγειρειό και πήγε στο δωμάτιο, άφησε ίχνη αίματος στην αυλή. Οι γειτόνισσες τα είδαν και έτρεξαν στο δωμάτιο. Κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται. Το νέο διαδόθηκε αμέσως και το πλήθος μαζεύτηκε έξω από το σπίτι, βρίζοντας τις δυο γυναίκες, ενώ ορισμένοι κινήθηκαν και απειλητικά προς τη δολοφόνο και τη λεχώνα.
Οι ψυχραιμότεροι κάλεσαν την αστυνομία. Οι αστυφύλακες ζήτησαν να δουν το νεογνό. Το μόνο που βρήκαν ήταν μερικά ανθρώπινα μέλη που δεν είχε προλάβει να κάψει η Μαρία Παπαδάκη, τα οποία και μεταφέρθηκαν στο τμήμα για τη νεκροψία.
Στην ανάκριση, η γιαγιά – δολοφόνος υποστήριξε πως σάστισε όταν κατάλαβε πως από έξω είχαν μαζευτεί γυναίκες και φοβήθηκε μην ακουστούν τα κλάματα, γι’ αυτό και προέβη στην ακατανόμαστη πράξη. Πίστευε βέβαια, όπως είπε, πως το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Από την άλλη η κόρη, είπε πως δεν ήξερε ότι ήταν έγκυος και πως το παιδί ήταν ενός δικηγόρου από τα Χανιά. Νόμιζε ότι ήταν όντως άρρωστη και πως δεν γνώριζε τίποτα για τις προθέσεις της μητέρας της, αφού βρισκόταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Η αστυνομία βρήκε στοιχεία που τη διέψευσαν, καθώς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχε επισκεφτεί ένα γιατρό, ο οποίος την είχε πληροφορήσει για το τι της συνέβαινε.
Η Μαρία Παπαδάκη οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και μετά στο δικαστήριο. Κανένας δεν ξέρει τι απόγινε, αφού τότε η θανατική ποινή ήταν ακόμα σε ισχύ. Κανένας επίσης δεν έμαθε τι απέγινε και η κόρη. Η φρικιαστική ιστορία είχε μετατραπεί σε αστικό μύθο στον Πειραιά για αρκετά χρόνια. Μέχρι που ξεχάστηκε. Αλλά όχι εντελώς...