Ένα ακόμα πολύνεκρο μακελειό έγινε την τρίτη σε δημοτικό του Τέξας και η συζήτηση για την οπλοκατοχή επανήλθε στο προσκήνιο. Ο πρόεδρος της χώρας, Τζο Μπάιντεν, αναρωτήθηκε τι επιτέλους πρέπει να κάνουν οι ΗΠΑ της οπλοκατοχής. Και πολλοί είναι αυτή που θυμήθηκαν το παράδειγμα της Αυστραλίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μεταξύ του φθινόπωρου του 1996 και εκείνου του 1997, η Αυστραλία έδρασε για το ίδιο πρόβλημα που κι εκείνη αντιμετώπιζε: την οπλοκατοχή. Η λύση που βρήκε ήταν απλή και άκρως αποτελεσματική. Ανακοίνωσε πως ανακαλεί την άδεια από περίπου 650.000 ιδιοκτήτες, εφαρμόζοντας ένα τεράστιο πρόγραμμα επαναγοράς όπλων στην παγκόσμια ιστορία. Κι ανά αναρωτιέστε αν είχε αποτέλεσμα, η απάντηση είναι ναι. Είχε…
Ποια ήταν η αφορμή;
Τον Απρίλιο του 1996, ένας 28χρονος άνδρας με προβληματικό ιστορικό, ο οποίος άκουγε στο όνομα Μάρτιν Μπράιαντ, μπήκε μέσα σε μια καφετέρια στο νησί της Τασμανίας κρατώντας ένα ημιαυτόματο. Οι νεκροί έφτασαν τους 35 και οι τραυματίες τους 28.
Μόλις πριν από έξι εβδομάδες, καθήκοντα πρωθυπουργού είχε αναλάβει ο Τζον Χάουαρντ. Το συμπέρασμα του ήταν το προφανές. Η χώρα είχε πολλά όπλα και όποιος ήθελε μπορούσε να αποκτήσει ένα. «Ήξερα ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω την εξουσία του αξιώματός μου για να περιορίσω την κατοχή και τη χρήση του είδους των όπλων που σκότωσαν 35 αθώους ανθρώπους», είχε γράψει σε άρθρο του στους New York Times το 2013. «Γνώριζα επίσης ότι δεν θα ήταν εύκολο».
Το νέο νομοσχέδιο
Ο Χάουαρντ ήταν αποφασισμένος. ‘Έπεισε τον συνασπισμό κομμάτων που τον υποστήριζε αλλά και όλες τις πολιτείες της Αυστραλίας, να πουν το «ναι» σε μια σαρωτική μεταρρύθμιση πάνω στην οπλοκατοχή. Ονομάστηκε Εθνική Συμφωνία για τα Πυροβόλα Όπλα (NFA) και ήταν έτοιμη ένα μήνα μετά το περιστατικό. Με αυτήν περιοριζόταν δραστικά η κατοχή όπλων, ενώ καθιέρωσε και μητρώο όπλων, κάνοντας υποχρεωτική την άδεια για όλες τις νέες αγορές.
Από τις σημαντικότερες διατάξεις του νέου νόμου ήταν η καθολική απαγόρευση συγκεκριμένων όπλων όπως οι καραμπίνες και τα αυτόματα και τα ημιαυτόματα τουφέκια. Αλλά ήδη υπήρχαν πολλά τέτοια που κυκλοφορούσαν στη χώρα. Με τον νόμο να απαιτεί να παραδοθούν στο κράτος.
Αν όμως απλά απαιτούσε από τους κατόχους να τα παραδώσουν, τότε ίσως προκαλούσε αντιδράσεις. Το πρόβλημα λύθηκε με την επαναγορά τους. Οι πολιτείες κλήθηκαν να πάρουν τα όπλα από τους κατόχους τους έναντι μιας δίκαιης τιμής. Η τιμή αυτή θα καθοριζόταν από μια εθνική επιτροπή η οποία θα αποφάσιζε το αντίτιμο βάσει της τιμής λιανικής πώλησης.
Αλλά ακόμα και με την επαναγορά υπήρξαν φόβοι για αντιδράσεις. Ενώ ο Χάουαρντ μιλούσε σε ένα κοινό που ήταν υπέρ της χρήσης των όπλων, φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Αλλά οι φόβοι ότι τα πράγματα θα ξεφύγουν αποδείχτηκαν εντελώς αβάσιμοι, με 650.000 όπλα να «κατάσχονται» ειρηνικά με επαναγορά. Δηλαδή το 20% όλων των ιδιωτικών όπλων στην Αυστραλία.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
Οι David Hemenway και Mary Vriniotis από το Harvard University, μελέτησαν έρευνα που αφορούσε στις αυτοκτονίες και τις ανθρωποκτονίες στην Αυστραλία μετά την εφαρμογή της NFA. Και το συμπέρασμα τους δεν άφησε αμφιβολία. «Η NFA φαίνεται πως ήταν απίστευτα επιτυχής όσον αφορά τις ζωές που σώθηκαν».
Υπήρξε μείωση στα ποσοστά και των ανθρωποκτονιών και των αυτοκτονιών. Στα πρώτα επτά χρόνια μετά το νομοσχέδιο, το ποσοστό των αυτοκτονιών με πυροβόλα όπλα μειώθηκε κατά 57%, ενώ εκείνο των ανθρωποκτονιών κατά 42%.
Μπορεί το ποσοστό να ήταν ήδη καθοδικό πριν εφαρμοστεί ο νόμος, αλλά σίγουρα υπάρχουν πολλοί λόγοι που η πολιτική της επαναγοράς βοήθησε στην περαιτέρω μείωση. «Πρώτον», γράφουν οι Hemenway και Vriniotis, «η πτώση των θανάτων από πυροβόλα όπλα ήταν μεγαλύτερη μεταξύ του τύπου των πυροβόλων όπλων που επηρεάστηκαν περισσότερο από την επαναγορά. Δεύτερον, οι θάνατοι από πυροβόλα όπλα σε πολιτείες με υψηλότερα ποσοστά επαναγοράς ανά κάτοικο μειώθηκαν αναλογικά περισσότερο από ό,τι σε πολιτείες με χαμηλότερα ποσοστά επαναγοράς».
Τα δυο έτη της εφαρμογής της NFA, δηλαδή το 1996 και το 1997, έγινε η μεγαλύτερη μείωση στο ποσοστό ανθρωποκτονιών στην ιστορία της Αυστραλίας από το 1915 μέχρι και το 2004.
Μια άλλη έρευνα που έγινε, ανέφερε πως είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί η συμβολή των πολιτικών της Αυστραλίας στη μείωση της βίας με όπλα, αλλά καταλήγουν στο συμπέρασμα πως «τα πιο τρανταχτά στοιχεία συμφωνούν με τον ισχυρισμό πως η NFA οδήγησε σε μειώσεις στις αυτοκτονίες με πυροβόλα όπλα, στους μαζικούς πυροβολισμούς και τις γυναικοκτονίες».
Ποιος ήταν πραγματική ο λόγος που έπεσαν τα ποσοστά;
Ο δημοσιογράφος Dylan Matthews αναφέρει πως υπάρχει σοβαρός λόγος που ο περιορισμός στα όπλα θα απέτρεπε τις αυτοκτονίες. Η απόπειρα αυτοκτονίας είναι συνήθως μια παρορμητική επιλογή που πολύ συχνά δεν επαναλαμβάνεται. Τα όπλα είναι σχεδιασμένα για να αφαιρούν ζωές, οπότε οι απόπειρες αυτοκτονίας με όπλο είναι πιθανότερο να είναι επιτυχημένες, σε σύγκριση με απόπειρες με ξυράφια ή χάπια. Ο περιορισμός λοιπόν των όπλων, κάνει αυτομάτως πιο πιθανό να αποτύχει η απόπειρα, ώστε οι άνθρωποι να επιβιώσουν αυτής ευκολότερα και να μην την επιχειρήσουν ξανά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις γυναικοκτονίες. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να δολοφονηθούν από κάποιον κακοποιητικό σύζυγό που έχει πρόσβαση σε όπλα. Ένας οπλισμένος σύζυγός είναι πιθανό ότι θα σκοτώσει τη γυναίκα του από έναν άοπλο, ενώ και οι δυο κακοποιούν τη σύζυγό τους.
Οι μαζικοί πυροβολισμοί από την άλλη, δεν είναι συχνοί. Πολύ λίγα άτομα φτάνουν σε αυτό το σημείο. Η μείωση της διαθεσιμότητας των όπλων ρίχνει άμεσα την πιθανότητα να προβούν σε αυτή την ενέργεια. Μελέτη που έγινε το 2018, διαπίστωσε πως τα προηγούμενα 18 χρόνια από τη σφαγή του 1996 στην Τασμανία, στην Αυστραλία είχαν γίνει συνολικά 13 μαζικές εκτελέσεις, ενώ στα χρόνια μετά το NSF, έγινε μόλις μια. Το 2019.
Η επαναγορά όπλων στην Αυστραλία λοιπόν έχει σίγουρα σώσει ζωές, ενώ πιθανόν έχει μειώσει της ανθρωποκτονίες και σίγουρα μειώσει τις αυτοκτονίες.«Και πάλι, τα αυστραλιανά διδάγματα μπορεί να μην ισχύουν απαραίτητα για τις ΗΠΑ, δεδομένων των πολλών πολιτισμικών και πολιτικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών», σχολιάζει στην ανάλυσή του για το Vox ο Zack Beauchamp. «Αλλά όταν σκεφτόμαστε τη βία με όπλα και πώς να την περιορίσουμε, αυτό φαίνεται ότι αξίζει να το εξετάσουμε.»