Η αναρχική
Τριανταπέντε χρόνια μετά την ποινή ισόβιας κάθειρξης στην οποία είχε καταδικαστεί, η Κάθι αιτείται την απελευθέρωσή της. Γι’ αυτό συναντά την Ανν, που την επιτηρούσε όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή και την μόνη που μπορεί να εγκρίνει αυτήν την απόφασή.
Δημοσίευση 3/10/2022 | 16:02
Για το έργο
Το έργο «Η Αναρχική» του David Mamet παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2012 στο Broadway της Νέας Υόρκης και πυροδότησε αμφιλεγόμενες αντιδράσεις από κοινό και κριτικούς, ίσως λόγω των αιρετικών θεμάτων με τα οποία επιλέγει ο συγγραφέας να καταπιαστεί. Ο Mamet αφορμάται από τα πραγματικά γεγονότα που έπληξαν την Αμερική τη δεκαετία του ’70, με την δράση της επαναστατικής οργάνωσης Weather Underground και την ληστεία του Brink η οποία κατέληξε στον θάνατο δύο αστυνομικών. Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία τα αιματηρά γεγονότα, ο Mamet ξεδιπλώνει την προβληματική του πάνω στην βία που προκύπτει με την ενηλικίωση των πολιτικών μας συνειδήσεων και από την στιγμή εκείνη που ερχόμαστε κατά πρόσωπο με το πολιτικά παράλογο. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες γυναίκες, σύμβολα δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογιών: η Ανν αντιπρόσωπος του κράτους, η Κάθι ηγετική μορφή μιας αντιεξουσιαστικής οργάνωσης. Τα ερωτήματα που εγείρονται από την συνύπαρξη ενός τέτοιου διπόλου είναι τόσο ουσιαστικά αλλά και τόσο περίπλοκα που δύσκολα θα τα έθετε στις μέρες μας κανείς δημόσια. Σε τι διαφέρει η βία που ασκεί το κράτος από την βία μιας επανάστασης; Οφείλει μια νέα γενιά να υποτάσσεται ή να επαναστατεί; Η εξουσία που διαχειρίζεται το κράτος είναι διάφορη από την εξουσία που διαχειρίζονται εκείνοι που επαναστατούν; Στην σύγχρονή μας πραγματικότητα που συχνά σπεύδουμε να χωριστούμε στα δύο και να συστρατευθούμε με τους μεν ή τους δε, να υποστηρίξουμε με πάθος ή να κατακεραυνώσουμε, ο Mamet σέβεται το κοινό του και προσδοκά από αυτό το μέγιστο: να μην απαντήσει και απλώς να σκεφτεί.
Για την σκηνοθετική προσέγγιση
Μετά την σε βάθος ενασχόλησή μας με την σχολή υποκριτικής του Nikolai Demidov αποφασίσαμε να ανεβάσουμε το έργο χρησιμοποιώντας εξ’ ολοκλήρου την τεχνική αυτή, η οποία βασίζεται στην θεώρηση πως ο ηθοποιός δεν πρέπει να αναπαριστά αληθοφανώς τις συνθήκες του έργου, αλλά ελευθερώνοντας τις πρώτες παρορμήσεις του, να τις βιώνει επί σκηνής. Η σχολή του Νικολάι Ντεμίντοφ στοχεύει σε έναν αισθαντικό ηθοποιό ο οποίος αφού έχει αφήσει τους ήχους του κειμένου να “πέσουν” μέσα του χωρίς να αναλύει διανοητικά το κείμενο, ακολουθεί και ενδίδει πλήρως στις πρώτες παρορμήσεις που γεννιούνται μετά το “ξύπνημά” του ως “όχι εγώ”. Ο ηθοποιός δεν προσπαθεί να παίξει τις συνθήκες αλλά οι συνθήκες που γεννιούνται στο εδώ και στο τώρα παίζουν εκείνον. Καμία παράσταση δεν μπορεί να είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη καθώς τίποτα ζωντανό και αληθινό δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται επακριβώς. Η “ανακριβής δημιουργική επανάληψη” του Νικολάι Ντεμίντοφ αποκαθιστά την ελευθερία και την ζωντάνια του ηθοποιού ο οποίος ανεβαίνοντας στη σκηνή δεν γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί έχοντας έτσι ολοκληρωτική ελευθερία η οποία όμως απαιτεί και ολοκληρωτική γενναιότητα.