Απόφαση‑κόλαφος από ΗΠΑ κατά Τουρκίας: Στο εδώλιο οι μπράβοι του Ερντογάν
Είχαν ξυλοκοπήσει Κούρδους διαδηλωτές σε διαμαρτυρία στην Ουάσινγκτον
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 31/10/2022 | 19:01
Νέα απόφαση-κόλαφος σε βάρος της Άγκυρας λαμβάνεται από τις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που έχουν πληθύνει οι τουρκικές αξιώσεις και το κλίμα με την Ουάσινγκτον παραμένει ψυχρό.Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, απορρίπτεται το τουρκικό αίτημα να επανεξεταστούν οι αποφάσεις Πρωτοδικείου και Εφετείου για τα επεισόδια βιαιοπραγίας από μπράβους του Ταγίπ Ερντογάν εναντίον Κούρδων διαδηλωτών στην Ουάσιγκτον. Αυτό σημαίνει ότι θα ανοίξει ο δρόμος για την εκδίκαση της υπόθεσης και στο εδώλιο θα καθίσουν οι μπράβοι του Τούρκου προέδρου.
Υπενθυμίζεται ότι το 2017, οι άνδρες της ασφάλειας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν επιτεθεί και χτυπήσει βίαια ειρηνικούς διαδηλωτές που βρίσκονταν έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη και στην συνέχεια είχαν εμπλακεί σε αψιμαχίες με το προσωπικό της αμερικανικής μυστικής αστυνομίας.
Η τουρκική πλευρά είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς είχε ζητήσει να επανεξεταστούν οι αποφάσεις που είχε λάβει τόσο το Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον όσο και το Εφετείο, τα οποία είχαν αποφανθεί ότι η βία που ασκήθηκε από το προσωπικό ασφαλείας του Τούρκου προέδρου δεν χρήζει ασυλίας και συνεπώς τα αμερικανικά δικαστήρια διαθέτουν την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδικάσουν τις αγωγές που έχουν ασκηθεί.
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τη βάση του νομικού επιχειρήματος της Τουρκίας και εισηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω του νομικού της εκπροσώπου (solicitor general) να απορρίψει αυτό το αίτημα και να ανοίξει έτσι τον δρόμο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με νομικούς κύκλους η σημερινή γνωμοδότηση της νομικής εκπροσώπου θεωρείται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο και ότι θα ληφθεί σοβαρά υπόψιν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται ότι σύντομα θα εκδώσει την τελική του απόφαση.
Στο σκεπτικό που παρουσιάζει στην απόφαση της, η νομική εκπρόσωπος των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ, σημειώνει ότι «τα γεγονότα που διαπιστώθηκαν από το Περιφερειακό Δικαστήριο και έγιναν αποδεκτά από το Εφετείο των ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι το τουρκικό προσωπικό ασφαλείας χρησιμοποίησε βία που υπερβαίνει κάθε αντίληψη της προστατευτικής λειτουργίας του. Ως εκ τούτου, η χρήση βίας δεν προστατεύεται από την εξαίρεση του FSIA (Foreign Sovereign Immunities Act)». Υπό αυτό το πρίσμα, η νομική εκπρόσωπος υποστηρίζει ότι το Εφετείο κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα και συνεπώς η απόφασή του δεν δικαιολογεί επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνεχίζοντας το σκεπτικό της, η νομική εκπρόσωπος αντέκρουσε ακόμα ένα επιπλέον επιχείρημα της τουρκικής πλευράς, το οποίο πρόβαλε το σκεπτικό ότι μια τέτοια απόφαση θα έχει αρνητικές συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η εκπρόσωπος έκρινε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση είναι λανθασμένη, καθώς όπως υπογράμμισε «οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν τη σχέση τους με την Τουρκία, σύμμαχο του ΝΑΤΟ, και έχουν πρωταρχικό συμφέρον να προστατεύσουν τους διπλωμάτες και τους ανώτερους αξιωματούχους τους που ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Όμως, η απόφαση δεν υπονομεύει αυτά τα συμφέροντα. Η απόφαση συνάδει με άλλες αποφάσεις στις οποίες τα δικαστήρια των ΗΠΑ έκριναν ότι τα ξένα κράτη δεν δικαιούνται κυρίαρχη ασυλία για αδικοπραξίες που περιλαμβάνουν τη χρήση βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Το Ιστορικό της Υπόθεσης
Η μήνυση κατατέθηκε από Αμερικανούς πολίτες εναντίον όχι φυσικών προσώπων αλλά εναντίον του τουρκικού κράτους. Από την πλευρά της, η Τουρκία υποστήριξε ότι χρήζει ασυλίας και συνεπώς το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να τεθεί στη κρίση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον.
Σε πρωτόδικο επίπεδο, το Περιφερειακό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της ασυλίας. Η τουρκική πλευρά, όμως, άσκησε έφεση με βασικό επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν για λόγους προστασίας του προέδρου, ο οποίος βρισκόταν στα σκαλιά της πρεσβευτικής κατοικίας. Με δεδομένο ότι η υπόθεση αφορούσε την εμπλοκή μιας ξένης κυβέρνησης, οι δικαστές ζήτησαν τη γνωμοδότηση των τριών αρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μυστική Αστυνομία).