Ο Μαχάτμα Γκάντι είναι η σημαντικότερη μορφή της σύγχρονης ιστορίας της Ινδίας. Το παθός με το οποίο αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης, με την αντίσταση αυτή να είναι χωρίς τη χρήση καμιάς απολύτως βίας, αλλά και το ότι οι Ινδοί τον θεωρούν πατέρα του έθνους τους, ήταν οι κυριότεροι λόγοι ώστε ο Γκάντι να λατρεύεται σαν θεός μέχρι σήμερα.
Η ζωή του ήταν γεμάτη με δυσκολίες. Τερματίστηκε μάλιστα με βίαιο τρόπο, με τη δολοφονία του στις 30 Ιανουαρίου του 1948, σε ηλικία 79 ετών. Είχε ήδη όμως καταφέρει να μπει στην κατηγορία των ανθρώπων που ξεπέρασαν τα όρια του θρύλου. Η στάση ζωής του, προκάλεσε ακόμα και τον θαυμασμό των εχθρών του.
Από τα χρόνια που σπούδασε Νομική στο Λονδίνο, μέχρι τα χρόνια που αποφάσισε να πολιτικοποιηθεί όταν πήγε να εργαστεί στη Νότια Αφρική, αλλά και μετά όταν επέστρεψε στην Ινδία μέχρι την απελευθέρωσή της από τους αποικιοκράτες Βρετανούς, ο Γκάντι είχε πάντα στο μυαλό του την αντίσταση, βασισμένη στο δόγμα της μη βίας. Αυτό ήταν που τον έκανε να ξεχωρίζει και αυτή ήταν η στάση του που όχι μόνο έκανε τον λαό να τον λατρεύει σαν θεό, αλλά και που ενέπνευσε και άλλους πολιτικούς ηγέτες να κάνουν το ίδιο, όπως τον Νέλσον Μαντέλα και τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ.
Θα δούμε λοιπόν από που ξεκίνησε αυτή η λατρεία προς το πρόσωπο του, με τον αγώνα του στη Νότια Αφρική και μετά θα χρησιμοποιήσουμε δυο παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι αυτή η λατρεία υφίσταται. Στην απελευθέρωση της Ινδίας, μιας αχανούς χώρας που ούτε κοινή γλώσσα δεν έχει, αλλά και στους ναούς που έχουν χτιστεί όλα αυτά τα χρόνια μετά τον θάνατό του, όπου ο Γκάντι λατρεύεται σαν θεός και στην πράξη.
Η αρχή
Η μετάβαση για τον Γκάντι από την επαρχία της Ινδίας στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο δεν ήταν εύκολη. Ειδικά το θέμα της διατροφής του, αφού ήταν vegetarian, δεν ήταν εύκολο και η υπομονή του δοκιμάστηκε ουκ ολίγες φορές όταν οι συμφοιτητές του τον προειδοποιούσαν ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει μέχρι και τις σπουδές του. Ωστόσο, η ανακάλυψη ενός vegeterian εστιατορίου και ενός βιβλίου που ήταν υπέρ του τρόπου διατροφής που είχε επιλέξει, τον βοήθησαν να προσαρμοστεί.
Ήθελε να επιστρέψει στην Ινδία και να ασκήσει το επάγγελμά του, αλλά όταν τελικά το έκανε μετά τον θάνατό της μητέρας του ανακάλυψε πως αυτό δεν ήταν κάτι το απλό. Έτσι, αποφάσισε να πάει στη Νότια Αφρική για να εργαστεί ως δικηγόρος, σε μια χώρα όπου ζούσαν εκατομμύρια συμπατριώτες του. Πολύ γρήγορα όμως θα μάθαινε για τον ακραίο φυλετικό διαχωρισμό που ίσχυε εκεί.
Σε ένα δικαστήριο στο Durban, του ζητήθηκε να βγάλει το τουρμπάνι του, με τον Γκάντι να αρνείται και να φεύγει από την αίθουσα. Λίγες ημέρες αργότερα, ταξιδεύοντας για την Πρετόρια, τον έδιωξαν με τη βία από την πρώτη θέση τπυ τρένου και τον παράτησαν σε έναν σταθμό. Λίγο αργότερα, ξυλοκοπήθηκε από έναν λευκό οδηγό, επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν Ευρωπαίο επιβάτη. Στο τέλος αυτού του ταξιδιού, δεν βρήκε ούτε ξενοδοχείο να μείνει, γιατί και αυτά ήταν μόνο για Ευρωπαίους.
Ο Γκάντι γνώριζε ότι οι Ινδοί αντιμετώπιζαν καθημερινά τέτοιες συμπεριφορές. Ωστόσο σε αυτό το ταξίδι, το είδε και με τα μάτια του. Δεν το είδε όμως σαν έναν λόγο να πάρει εκδίκηση ή να αντεπιτεθεί. Αντίθετα, το είδε σαν έναν λόγο να ξεκινήσει τον δικό του αγώνα απέναντι στην καταπίεση. Θέλησε να επιστρέψει στην Ινδία αλλά οι συμπατριώτες του τού ζήτησαν να ηγηθεί του αγώνα για να έχουν και οι Ινδοί ψήφο στη Νότια Αφρική.
Ο Γκάντι στην Νότια Αφρική
Η εμπειρία του τον είχε μετατρέψει από έναν άνθρωπο που φοβόταν τα πλήθη, σε ηγέτη. Ήδη τον εμπιστεύονταν όλοι. Δεν θα αργούσαν και να τον λατρέψουν. Δεν κατάφερε να αποτρέψει το νομοσχέδιο για την άρνηση ψήφου στους Ινδούς, αλλά με μια σειρά από ενέργειες, κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματα στη Νότια Αφρική και φυσικά πάνω του. Στα επόμενα χρόνια, ως ηγέτης της ινδικής μειονότητας κατάφερε πολλά. Θα κατάφερνε πολλά περισσότερα στη χώρα του όταν επέστρεψε το 1915. Ο θρύλος του είχε αρχίσει ήδη να δημιουργείται.
Η πολιτική της μη βίας και η ανεξαρτησία
Τα πέντε του πρώτα χρόνια στην Ινδία δεν αντιστάθηκε ιδιαίτερα στις βρετανικές αρχές, αλλά μετά τη σφαγή 400 συμπατριωτών του το 1919 και την επιβολή στρατιωτικού νόμου, αποφάσισε να είναι πολιτικά πιο ενεργός. Την αμέσως επόμενη κιόλας χρονιά, ήταν κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής στη χώρα.
Το μήνυμα του ήταν σαφές «Δεν είναι τα βρετανικά όπλα, αλλά οι αδυναμίες των Ινδών που κρατάνε τη χώρα κάτω από τον ζυγό». Έτσι πήρε σάρκα και οστά η πολιτική της μη βίας και το κίνημα της μη συνεργασίας. Αυτό συμπεριελάμβανε μποϊκοτάζ όχι μόνο των βρετανικών προϊόντων αλλά και οργανισμών που διαχειρίζονταν οι Βρετανοί, όπως η νομοθετική εξουσία, τα δικαστήρια, τα γραφεία και τα σχολεία.
Το κίνημα έδωσε τον ηλεκτρισμό που χρειαζόταν η Ινδία και αναστάτωσε τους Βρετανούς. Οι συλλήψεις ήταν πάμπολλες για παραβάσεις νόμων, αλλά οι Ινδοί συνωστίζονταν χαρούμενοι στις φυλακές προς έκπληξη των αποικιοκρατών.
Μπήκε για δυο χρόνια φυλακή και όταν βγήκε το πολιτικό τοπίο είχε αλλάξει. Οι συμπατριώτες του είχαν γίνει πιο φανατικοί και δεν έχαναν ευκαιρία για να αντιδράσουν με βίαιο τρόπο. Τότε ήταν που έκανε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες πείνας του για τρεις εβδομάδες, ώστε να τους πείσει να επιστρέψουν στην πολιτική της μη βίας.
Το ίδιο έκανε όταν τον οδήγησαν ξανά στη φυλακή λίγα χρόνια αργότερα, όταν η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε πως οι Ινδοί που ανήκαν στις κατώτερες κάστες δεν θα είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους. Κάτι που οι Ινδοί δέχτηκαν. Ο Γκαντι όμως σκέφτηκε πως ήταν απολύτως λογικό οι Βρετανοί να τους βλέπουν ως κατώτερους, όταν οι ίδιοι οι Ινδοί έβλεπαν κάποιους συμπατριώτες τους με τον ίδιο τρόπο. Η απεργία πείνας αυτή προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα στη χώρα και ανάγκασε τους πάντες να αλλάξουν γνώμη.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε έρθει η ώρα για τις διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς. Τους Ινδουιστές εκπροσώπησε ο Γκάντι και τους Μουσουλμάνους ο Μοχάμεντ Αλί Τζίνα. Ο Γκάντι ήθελε όλοι οι Ινδοί να ζήσουν σε ένα κράτος. Αυτός ήταν ο σκοπός του. Αλλά ο μουσουλμανικός αυτονομισμός είχε ενισχυθεί πολύ όσο βρισκόταν στη φυλακή.
Μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων και τη διαίρεση σε Ινδία και Πακιστάν, ξέσπασαν ταραχές μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων. Ο Γκάντι προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές και επισκέφθηκε αυτές τις περιοχές, επέπληξε τους ταραχοποιούς και φρόντισε τις οικογένειες των θυμάτων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Με απεργία πείνας κατάφερε να σταματήσει, τις ταραχές στην Καλκούτα και στο Δελχί. Αυτό όμως δημιούργησε γι’ αυτόν εχθρούς και στα δυο στρατόπεδα. Η Ινδία ήταν ελεύθερη πλέον, αλλά ο Γκάντι δεν ξεπέρασε ποτέ το γεγονός, ότι η χώρα χωρίστηκε στα δυο.
Είχε παρολ’ αυτά καταφέρει κάτι τεράστιο. Την ειρηνική αποχώρηση των Βρετανών ύστερα από 400 χρόνια κατοχής, χαρίζοντας επιτέλους στους συμπατριώτες του, τη δική τους χώρα. Το κατόρθωμα του μνημονεύεται ακόμα και σήμερα, με τους Βρετανούς να τον σέβονται απεριόριστα και τους Ινδούς να τον λατρεύουν σαν Θεό.
Οι ναοί λατρείας του Γκάντι
Το όνομα Μαχάτμα, δεν ήταν το πραγματικό του. Γεννήθηκε ως Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, αλλά του δόθηκε το όνομα Μαχάτμα εις ένδειξην απεριόριστου σεβασμού, αφού στα σανσκριτικά, σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή». Έτσι τον έβλεπαν οι Ινδοί, σαν μια μεγάλη ψυχή που είχε βγει από το σώμα της, σαν κάτι το υπερφυσικό.
Γι’ αυτό ξεκίνησαν 26 χρόνια μετά τον θάνατό του, να χτίζουν και ναούς λατρείας προς το πρόσωπό του. Ο πρώτος ολοκληρώθηκε το 1974 στην Odisha του Sambalpur, από μέλη της κατώτερης κάστας τους λεγόμενους Dalits ή ανέγγιχτους (γιατί οι δουλειές τους ήταν οι πιο βρώμικες). Η απεργία πείνας που έκανε γι’ αυτούς από τη φυλακή, έκανε πολλούς να τον χαρακτηρίσουν ως «θεό των Dalits». Γι’ αυτό και σε εκείνη την περιοχή, την ποια ο Γκάντι επισκέφτηκε το 1934, έστησαν έναν ναό και ένα μπρούτζινο άγαλμά του.
Το άγαλμά του λατρεύεται καθημερινά, ενώ οι πιστοί του προσφέρουν «Prasad», δυο φορές την ημέρα. Πρόκειται για μια τελετή, όπου οι πιστοί μαγειρεύουν vegetarian φαγητό και το προσφέρουν στον ναό για να δοξάσουν και να ευχαριστήσουν έναν θεό. Στην προκειμένη περίπτωση τον Μαχάτμα Γκάντι.
Δεν είναι ο μόνος ναός του Γκάντι που υπάρχει. Υπάρχει ακόμα ένας στην περιοχή Ganjam, όπου η εικόνα του Γκάντι λατρεύεται από το 1960. Όταν έχτισαν αργότερα τον ναό, έβαλαν αυτή την εικόνα σε αυτόν, πιστεύοντας πως ο Γκάντι δεν είναι κάτι λιγότερο από θεός.
Ακόμα ένας ναός αφιερωμένος στον Γκάντι χτίστηκε στην πόλη Chityal το 2014. Οι πιστοί έρχονται από πολλές περιοχές αλλά και από το εξωτερικό για να τιμήσουν τον θεό Γκάντι. Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι έχει ήδη κάνει το θαύμα του. Στο σημείο που χτίστηκε ο ναός, γίνονταν πολλά αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, με τουλάχιστον 150 νεκρούς τον χρόνο. Από τη στιγμή όμως που χτίστηκε ο ναός, τα δυστυχήματα μειώθηκαν κατά 90%. Για εκείνους λοιπόν, σίγουρα ο Γκάντι είναι θεός.
Επίλογος
Το νήμα της ζωής του Μαχάτμα Γκάντι κόπηκε λίγο πριν πάει να συναντήσει τον Τζίνα στο Πακιστάν. Ένας φανατικός Ινδουιστής βρέθηκε μπροστά του ανάμεσα από το πλήθος και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Ο Γκάντι αδύναμος από τις απεργίες πείνας πέθανε αμέσως.
Στην κηδεία του βρέθηκαν πάνω από δυο εκατομμύρια άνθρωποι, με πολλούς επίσημους να καταφθάνουν από το εξωτερικό. Ο Γκάντι αποτεφρώθηκε σε μια πυρά μπροστά στο λυπημένο βλέμμα των συμπατριωτών του. Οι δολοφόνοι του κρεμάστηκαν έναν χρόνο αργότερα, παρόλες τις προσπάθειες των γιων του Γκάντι να ματαιώσουν τις εκτελέσεις. Ο Γκάντι άλλωστε δεν θα το ήθελε ποτέ αυτό.
Ο Άλμπερτ Άινσταιν είπε για τον θάνατό του «Οι γενιές που θα έρθουν, δύσκολα θα πιστέψουν ότι ένας τέτοιος άνθρωπος με σάρκα και αίμα περπάτησε πάνω στη Γη». Πράγματι, ο Γκάντι έζησε με τέτοιον τρόπο που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν ένας από αυτούς. Η δύναμη του για συγχώρεση και ενότητα δεν ήταν ανθρώπινη. Τους έβλεπε όλους ως παιδιά του, ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκεύματος. Γι' αυτό και όλο το έθνος τον φώναζε «Μπάπου», δηλαδή πατέρα.
Η λογική της μη βίας, με το σκεπτικό του Γκάντι δεν μπορούσε ποτέ να ηττηθεί. Για τον Γκάντι η χειρότερη μορφή βίας ήταν η φτώχεια, κάτι που στην Ινδία είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Αυτό ήθελε να πολεμήσει με την ενότητα. Όλοι μαζί θα μπορούσαν να την καταπολεμήσουν πιο εύκολα. Αλλά το διαίρει και βασίλευε των Άγγλων δούλεψε και σε αυτή την περίπτωση.
Ο Γκάντι είχε πει «Όταν απελπίζομαι, θυμάμαι ότι σε όλη την ιστορία πάντα κέρδιζε ο δρόμος της αλήθειας και της αγάπης. Υπήρξαν τύραννοι και δολοφόνοι, και για ένα διάστημα, μπορεί να φαίνονται ανίκητοι, αλλά στο τέλος πάντα πέφτουν. Σκέψου το. Πάντα». Τον λάτρεψαν εν ζωή, όταν τον παρακαλούσαν να σταματήσει την απεργία πείνας, τον λάτρεψαν και μετά θάνατον. Σαν Θεό.
Πηγή φωτογραφιών: wikipedia.org