Οι εκάστοτε Υπηρεσίες Αεροπορίας απαγορεύει τη χρήση όλων των συσκευών μετάδοσης στην περίπτωση που οι μεταδόσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον εξοπλισμό πλοήγησης και επικοινωνιών ενός αεροπλάνου και να προκαλέσουν δυσλειτουργίες του συστήματος. Μπορεί να ακούγεται λίγο υπερβολικό, αλλά πάνω απ’ όλα θα πρέπει να είναι προσεκτικές.
Αρχικά, ο λόγος που οι αρχές δεν ήθελαν να καλείς κάποιον συγγενή ή να μιλάς για δουλειά, δεν είχε τόσο πολύ να κάνει με πτώση του αεροπλάνου, όσο με την πτώση του δικτύου τηλεφωνίας. Οι κλήσεις κατά τη διάρκεια της πτήσης έχουν άμεσο αντίκτυπο στην υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας στο έδαφος. Αυτό συμβαίνει επειδή τα κινητά τηλέφωνα έχουν σχεδιαστεί κυρίως για τους καλούντες που είναι σταθερά τοποθετημένοι στη γη, συνδεόμενα με μια και μόνο κοντινή κεραία.
Αν ταξιδεύεις στον αέρα με 550 μίλια την ώρα, τότε το τηλέφωνό σου θα συνδεθεί με διάφορες κεραίες, καταναλώνοντας πολύ χώρο στα κυκλώματα και πρόβλημα στην εξυπηρέτηση. Ένα σχέδιο του 2007 για άρση της απαγόρευσης αντιτάχθηκε σθεναρά από τους φορείς κινητής τηλεφωνίας για αυτόν τον λόγο.
Το 2013, οι επιβάτες κέρδισαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις κινητές συσκευές τους αρκεί να παραμένουν στο airplane mode, το οποίο τις αποτρέπει να συνδεθούν με τα δίκτυα. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συνδεθούν στο Wi-Fi κατά την πτήση και θεωρητικά να πραγματοποιούν φωνητικές κλήσεις ή βιντεοκλήσεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά ακόμη και αυτό παραμένει απαγορευμένο για λόγους που δεν αφορούν απλώς την ασφάλεια.
Ένα σχέδιο το 2017 ανατράπηκε, το οποίο εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει στους επιβάτες να πραγματοποιούν κλήσεις μόλις το αεροπλάνο αποκτήσει τουλάχιστον 10.000 πόδια υψόμετρο. Οι πιλότοι, οι αεροσυνοδοί και διάφορα μέλη του ευρύτερου κοινού ήταν αντίθετοι στο σχέδιο, εν μέρει επειδή πολλοί δεν θέλουν να αντέξουν μια πτήση πολλών ωρών γεμάτη με τηλεφωνήματα.