Σήμερα έμαθα: Ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε στο εξωτερικό
Μάλλον δεν είναι αυτός που είχατε στο μυαλό σας
Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ Δημοσίευση 19/3/2024 | 00:03
Η πρώτη μεταγραφή Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό έγινε πολύ πιο πριν απ’ όσο νομίζουμε. Ίσως να νομίζατε ότι ξέρατε την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση, αλλά αν δεν έχετε ψάξει βαθιά μέσα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, τότε μάλλον πέσατε έξω.
Η ποδοσφαιρική ιστορία του Κώστα Χούμη μοιάζει έτσι και αλλιώς σαν παραμύθι. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1913 και σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Πειραιωτών, μεγάλωσε σε πλούσιο περιβάλλον, με τον πατέρα του να είναι βιομήχανος σιδήρου. Το ποδόσφαιρο του άρεσε πολύ και έπαιξε αρχικά στον Ποσειδώνα Γλυφάδας.
Όταν πείστηκε από έναν φίλο του να δοκιμαστεί στον Παναθηναϊκό, ένας άλλος φίλος του που αγωνιζόταν στον Εθνικό Πειραιώς, πρόλαβε να τον να στραφεί προς τα εκεί. Αμέσως κατάλαβαν το ταλέντο του και αγωνίστηκε στην ομάδα από 1934 μέχρι το 1936. Είχε καλή ντρίμπλα, ήταν γρήγορος και πολύ καλός στο ψηλό παιχνίδι.
Δεν άργησε να κλιθεί και στην Εθνική Ελλάδας. Και η μοίρα τον έφερε να αγωνιστεί με το εθνόσημο στους Βαλκανικούς Αγώνες που έγιναν στο Βουκουρέστι. Εκεί τον είδαν μάτια από τη Βένους Βουκουρεστίου, ομάδας που διεκδικούσε το πρωτάθλημα της χώρας της κάθε χρόνο εκείνη την περίοδο, αν και διαλύθηκε εν τέλει το 1949.
Του προσέφεραν γη και ύδωρ για να μετακομίσει στη Ρουμανία και σε εκείνον άρεσε σαν ιδέα. Η οικογένειά του όμως αντέδρασε επίμονα. Η Βένους όμως κατάλαβε τον λόγο που καθυστερούσε η υπόθεσή του και απέστειλε στον Πειραιά δυο εκπροσώπους της για να τον πείσουν. Κάτι που και έγινε.
Ο Χούμης τον Αύγουστο του 1936 μετακόμισε στον Βουκουρέστι, έναντι του εξωφρενικού για την εποχή ποσού του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Ήταν ένα ποσό που ακόμα και εύρωστοι άνθρωποι δεν είχαν στους λογαριασμούς τους, με το μεροκάματο τότε να είναι 60 δραχμές. Αυτό σήμαινε πως ένας εργαζόμενος έβγαζε 21.600 δραχμές το χρόνος και χρειαζόταν σχεδόν μισό αιώνα να κερδίσει ένα εκατομμύριο δραχμές.
Το επόμενο καλοκαίρι πήρε 40 ημέρες άδεια για να τις περάσει με τους δικούς του στην Ελλάδα. Ο Εθνικός έκανε ότι μπορούσε για να τον πείσει να επιστρέψει. Και ο Χούμης μετά τη λήξη της άδειάς ρου δεν επέστρεψε. Η Βένους τον εντόπισε και του προσέφερε ακόμα 300 χιλιάδες για να επιστρέψει στην ομάδα. Ο Εθνικός τον κράτησε αλλά μόλις μερικές ημέρες. Ο αντιπρόεδρος της ρουμανικής ομάδας ταξίδεψε αυτοπροσώπως στον Πειραιά και προσέφερε άλλο 1 εκατομμύριο δραχμές. Και έτσι ο Χούμης επέστρεψε.
Με τη φανέλα της Βένους κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Ρουμανίας. Ύστερα αγωνίστηκε για έναν χρόνο στη Ραπίντ Βουκουρεστίου, ύστερα στην Γκαζ Μετάν για δυο χρόνια και έναν ακόμα στην Αράντ, όπου και κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 37 ετών.
Αγωνίστηκε 9 φορές με το εθνόσημο σκοράροντας 7 γκολ, ενώ είχε και δυο συμμετοχές στην Εθνική Ρουμανίας, πετυχαίνοντας ένα γκολ, όταν πήρε τη ρουμανική υπηκοότητα. Ύστερα ασχολήθηκε και λίγο με την προπονητική, περνώντας από τους πάγκους του Αιγάλεω, του Εθνικού, του ΠΑΣ Γιάννινα και της Εθνικής Ερασιτεχνικής Ομάδας.
Πέθανε από εγκεφαλικό στις 20 Ιουλίου του 1981, σε ηλικία 68 ετών. Πολλοί τον ξέχασαν αλλά η ιστορία όχι. Γιατί γι’ αυτήν δεν ήταν μόνο ο πρώτος Έλληνας που πήρε μεταγραφή στο εξωτερικό αλλά και ο μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.