Το 1971 σε ηλικία μόλις 27 ετών, ο Jim Morrison πέθανε στο Παρίσι όπου ζούσε εξόριστος προκειμένου να αποφύγει να καταδικαστεί. Είχε ήδη όμως αφήσει πίσω του μια μεγάλη μουσική κληρονομιά ως frontman των The Doors αλλά και ποιητής. Το συγκρότημα είχε γίνει πολύ δημοφιλές από το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ του, τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Το ποιητικό και ψυχεδελικό μπλουζ που έπαιζε το συγκρότημα, μίλησε στην καρδιά του τότε κοινού, πρώτα στις ΗΠΑ και ύστερα σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.
Η κληρονομιά του τα τελευταία 50 χρόνια έχει μετατραπεί σε κάτι μυστικιστικό, κι αυτό χάρις στην αινιγματική προσωπικότητα του αλλά και στο πως τελικά έφυγε από τη ζωή. Οι στίχοι του έχουν προσθέσει πολλά σε αυτόν τον μυστικισμό.
Ως λάτρης των συγγραφέων της γενιάς των μπιτνικ, χρησιμοποιούσε παιχνίδια με λέξεις που είχαν κρυφές ιδιορρυθμίες. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του το 1969, οι λέξεις στα ποιήματα του έρχονταν αυτόματα, κυρίως όταν ήταν υπό την επήρεια LSD. Κι όταν τον ρώτησαν για το ποια τραγούδια του συγκροτήματος προτιμά, εκείνος απάντησε «Σας λέω την αλήθεια, δεν ακούω πολύ τα τραγούδια μας».
Ένα από αυτά, το κλασικό «Riders on the Storm», από το άλμπουμ L.A. Woman, ήταν το τελευταίο που ηχογράφησε. Το τραγούδι προέκυψε σε ένα τζαμάρισμα του συγκροτήματος, με το τραγούδι «Ghost Riders In the Sky», ένα κάντρι τραγούδι του 1948 από τον Stan Jones που αργότερα ηχογραφήθηκε από τους Johnny Cash και Bing Crosby, μεταξύ άλλων. Ήταν ο Morrison που άλλαξε τον τίτλο, καθώς ήθελε όπως είχε αναφερθεί, «ο καβαλάρης στη θύελλα».
Το τραγούδι ήταν εμπνευσμένο επίσης από έναν πραγματικό serial killer, τον Billy Cook. To 1950, ο Cook είχε κάνει ωτοστόπ και επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο μιας οικογένειας με τρία παιδιά. Όπως λέγεται, μετά από τρεις ημέρες συνεχούς οδήγησης χωρίς κατεύθυνση, ο Cook σκότωσε όλα τα μέλη της οικογένειας, πριν πετάξει τις σορούς τους σε ένα ορυχείο. Αυτές οι δολοφονίες εντυπώθηκαν στην μνήμη του Morrison και τις μετέφερε στο πασίγνωστο τραγούδι του.