Το 2001, ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) καθόρισε ότι τα αγγλικά θα ήταν, από τότε, η γλώσσα των αεροπορικών ταξιδιών και εξέδωσε μια οδηγία που όριζε ότι όλο το προσωπικό αεροπορίας, πιλότοι, πληρώματα πτήσης και ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, πρέπει περάσουν ένα τεστ αγγλικής γλωσσικής επάρκειας.
Η υποχρεωτική ημερομηνία συμμόρφωσης ήταν η 5η Μαρτίου του 2008. Οι αιτούντες όχι μόνο πρέπει να γνωρίζουν την κατάλληλη αεροπορική ορολογία στα αγγλικά, αλλά πρέπει επίσης να είναι σε θέση να κατανοούν αγγλικές οδηγίες μέσω του ασύρματου. Πρέπει επίσης να μάθουν να αναπτύσσουν μια όσο το δυνατόν πιο ευγενική προφορά, ώστε να είναι «κατανοητή στην αεροναυτική κοινότητα».
Τα αγγλικά είναι η ανεπίσημη γλώσσα των πιλότων για πολλά χρόνια, αλλά ένα τραγικό ατύχημα στα Κανάρια Νησιά το 1977 έδειξε την ανάγκη για μια καθολική γλώσσα της αεροπορίας. Σε αυτή την περίπτωση, δύο τζετ 747, ένα της Pan Am και ένα της KLM, συγκρούστηκαν στον διάδρομο του αεροδρομίου της Τενερίφης.
Κάποια στιγμή, ο πιλότος της KLM είπε στον πύργο με βαριά ολλανδική προφορά είτε «Είμαστε έτοιμοι προς απογείωση» ή «Απογειωνόμαστε». Ο πύργος δεν κατάλαβε το μήνυμα και είπε στον πιλότο της KLM να περιμένει, αλλά μια ταυτόχρονη επικοινωνία από την Pan Am μπέρδεψε τις οδηγίες. Οι ακροάσεις από το μαγνητόφωνο του πιλοτηρίου καθόρισαν ότι η χρήση μη τυπικής φρασεολογίας από τον πιλότο της KLM κατά τις κρίσιμες στιγμές, οδήγησαν στο ατύχημα που συνέβαλε στην καταστροφή.
Οι περισσότερες από τις 185 χώρες μέλη του ICAO δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την προϋπόθεση της αγγλικής γλώσσας, εκτός από τρία μεγάλα αεροδρόμια: το Charles de Gaulle στη Γαλλία, το Ottawa International και το Montreal-Dorval International, και τα δύο στον Καναδά. Οι τρεις αυτοί κόμβοι ήθελαν να επικοινωνούν αποκλειστικά στα γαλλικά, με τον ICAO να αποφασίζει να εκδώσει τον νόμο εγγράφως.