Εδώ και αρκετά χρόνια, οι Έλληνες παίκτες φεύγουν για το εξωτερικό με σκοπό να διαπρέψουν και εκτός συνόρων. Παλαιότερα κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο. Αργότερα έγινε όλο και συχνότερο, αλλά κατά κύριο λόγω οι εξαγωγές Ελλήνων παικτών συνήθως περιελάμβαναν αμυντικογενείς παίκτες, μιας και σε αυτό σαν χώρα ήμασταν πάντα καλύτεροι, απ’ ότι στην παραγωγή φάσεων.
Οι εξαιρέσεις υπήρχαν, όπως ο Νίκος Μαχλάς που είχε κερδίσει και το “Χρυσό Παπούτσι” ή ο Φάνης Γκέκας. Ωστόσο, οι επιθετικοί του εξωτερικού δεν ήταν πολλοί. Τώρα, αυτό έχει αρχίσει και αλλάζει. Πλέον, έχουμε εν ενεργεία πολλούς επιθετικούς παίκτες που διαπρέπουν στο εξωτερικό και μάλιστα σε μεγάλα πρωταθλήματα. Και αν κοιτάξεις τον Χρήστο Τζόλη και τον Στέφανο Τζίμα, το μέλλον μοιάζει λαμπρό.
Μεταξύ αυτών, βρίσκεται και ο 26χρονος Βαγγέλης Παυλίδης, ο οποίος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά η πρώτη ομάδα με την οποία υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο ήταν η γερμανική Μπόχουμ (εκεί που είχε διαπρέψει ο Φάνης Γκέκας).
Δόθηκε δανεικός στην δεύτερη ομάδα της Ντόρτμουντ και μετά στην ολλανδική Βίλεμ, η οποία αποφάσισε να τον αγοράσει. Όπως αρκετοί Έλληνες, όπως ο μπροστάρης Νίκος Μαχλάς, ξεκίνησε να φτιάχνει το όνομά του από το ολλανδικό πρωτάθλημα.
Μετά από δυο χρόνια εκεί, όπου σκόραρε διψήφιο αριθμό γκολ στο πρωτάθλημα, ήρθε η μεταγραφή στην πιο ανταγωνιστική Αλκμάαρ. Εκεί την πρώτη χρονιά πέτυχε 25 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, τη δεύτερη 22, μέχρι που ήρθε η εκτόξευσή του την τρίτη χρονιά φτάνοντας στα 33 σε πρωτάθλημα, κύπελλο και Europa Conference League.
Έτσι η γνωστή για τις ελληνικές τις προτιμήσεις Μπενφίκα, έβγαλε το περασμένο καλοκαίρι 18 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να τον κάνει δικό της. Λίγο πριν κλείσει τα 26 βρέθηκε λοιπόν στη Λισαβόνα για να κάνει το επόμενο βήμα.
Το άσχημο ξεκίνημα της Μπενφίκα (όχι του ίδιου), έφερε την απομάκρυνση του προπονητή Ρότζερ Σμίντ και την πρόσληψη του Μπρούνο Λάγκε. Ο Παυλίδης έπρεπε να κερδίσει τον νέο του προπονητή αλλά αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο.
Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα είχε 7 γκολ σε 24 εμφανίσεις, είτε ως βασικός είτε ερχόμενος από τον πάγκο. Δεν τα λες και καλά νούμερα για μια ομάδα που σε θέλει για πρώτο βιολί στην επίθεση.
Η γνωστή πορτογαλική εφημερίδα A Bola μάλιστα άσκησε σκληρή κριτική στον Παυλίδη στις 5 Ιανουαρίου γράφοντας χαρακτηριστικά: "Πόση ακόμα υπομονή χρειάζεται; Όταν ήρθε στην ομάδα, ο Παυλίδης έμοιαζε με τον επιθετικό που χρειαζόταν η Μπενφίκα. Φαινόταν ότι θα έβγαιναν σπουδαία πράγματα από αυτό, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Έλληνας επιθετικός έχει ενοχλήσει περισσότερο τους φιλάθλους παρά τους έχει δώσει χαρά".
Ο μεγάλος παίκτης φαίνεται στα δύσκολα. Ακούει την κριτική και τη μετατρέπει σε έμπνευση και πείσμα και όχι σε εκνευρισμό και παραίτηση. Ο Παυλίδης απ’ ότι φαίνεται επέλεξε τον πρώτο, τον πιο δύσκολο δρόμο. Αρχικά λίγες ημέρες μετά μοίρασε μια ασίστ στη νίκη της ομάδας του επί της Μπράγκα και άλλη μια στη νίκη επί της Φαμαλικάο, παίρνοντας συνολικά και καλό βαθμό.
Και ύστερα ήρθε το παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα για το Champions League. Ο Παυλίδης δεν ήταν σίγουρο ότι θα ξεκινήσει βασικός, αλλά τελικά ξεκίνησε. Και μέσα σε 28 λεπτά στο πρώτο ημίχρονο, πέτυχε χατ τρικ, βάζοντας μπροστά την ομάδα του με 3-1 στην ανάπαυλα. Ίσως ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, μαζί με τα δυο γκολ που πέτυχε τη βραδιά που η Εθνική Ελλάδας άλωσε το Γουέμπλει με δυο δικά του τέρματα.
Έγινε ο δεύτερος Έλληνας παίκτης που σκοράρει τρία γκολ σε αγώνα Champions League, μετά τον Κώστα Μήτρογλου. Όλο το γήπεδο, τουλάχιστον στο πρώτο ημίχρονο τραγουδούσε το όνομά του. Πλέον έφτασε σε διψήφιο αριθμό τερμάτων και το μέλλον του στην ομάδα μοιάζει πιο αισιόδοξο. Και παρόλο που τελικά η Μπενφίκα κατάφερε να χάσει με 4-5, κανείς στο γήπεδο, αλλά και ούτε η A Bola, δεν τα έβαλε μετά με τον Βαγγέλη Παυλίδη...