Το τραγούδι που έγινε τεράστια διαχρονική επιτυχία, όμως ο δημιουργός του πίστευε πως θα πατώσει
Παραλίγο να μην αναγνωρίσουν τη μεγαλοφυΐα του τραγουδιού τους...
Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ Δημοσίευση 30/1/2025 | 00:23
Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης αριστούργημα; Σε έναν κόσμο γεμάτο υποκειμενικότητα, γιατί κάποια έργα κατακτούν τη διαχρονικότητα ενώ άλλα χάνονται στην αφάνεια;
Οι Pulp, το συγκρότημα της Britpop, πάλεψαν με αυτό το ερώτημα, καθώς παραλίγο να μην αναγνωρίσουν οι ίδιοι τη μεγαλοφυΐα του τραγουδιού τους Common People. Η ιστορία τους αποδεικνύει ότι η καλλιτεχνική μεγαλοσύνη συχνά γεννιέται από τα πιο απρόβλεπτα ξεκινήματα.
Ήταν Αύγουστος του 1994, και οι Pulp επιτέλους γεύονταν μια μικρή γεύση επιτυχίας μετά από χρόνια προσπαθειών. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1978 από τον νεαρό Jarvis Cocker και τους φίλους του, με όνειρα να αποκτήσουν τη λατρεία που απολάμβαναν είδωλα όπως ο David Bowie. Ωστόσο, μέχρι το 1983, το όνειρό τους έμοιαζε άπιαστο. Το πρώτο τους single, My Lighthouse, πέρασε απαρατήρητο, σαν να μην κυκλοφόρησε ποτέ.
Αυτή είναι η μοίρα που συναντά τις περισσότερες μορφές τέχνης: να ξεχνιούνται. Παρά την απογοήτευση, οι Pulp δεν εγκατέλειψαν. Η μπάντα ήταν διαφυγή από τη ρουτίνα του εργοστασίου για τον Cocker και έναν τρόπο να ξεφύγει από τη μονοτονία. Η τέχνη δεν είναι μόνο για τη δόξα και τον πλούτο· είναι και για την αναζήτηση χαράς, δημιουργίας και νόηματος.
Το καλοκαίρι του 1994, παραμονές της εμφάνισής τους στο φεστιβάλ του Reading, τη μεγαλύτερη μέχρι τότε στιγμή της καριέρας τους, ο Cocker σκέφτηκε τη ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ένα περιστατικό από τα χρόνια του στο κολέγιο του ήρθε στο μυαλό του, το οποίο συνέδεε τα όνειρα της νεότητας με την αποδοχή της πραγματικότητας. Εκείνο το βράδυ έγραψε τους στίχους του τραγουδιού που θα παρουσίαζαν την επόμενη μέρα.
Όταν το Common People παρουσιάστηκε στη σκηνή του Reading για πρώτη φορά, σχεδόν έναν χρόνο πριν την κυκλοφορία του στο άλμπουμ Different Class, δεν ήταν ξεκάθαρο το μέλλον του. Ο ντράμερ, Nick Banks, είχε αμφιβολίες. “Ακουγόταν σαν άχαρος θόρυβος στην αρχή”, παραδέχτηκε αργότερα. Ένα πρόχειρο demo φτιάχτηκε, αλλά ο Banks το θεώρησε “σκουπίδι”. Το τραγούδι θα μπορούσε να είχε εξαφανιστεί εκεί, αλλά η μπάντα κατάλαβε ότι δεν ήταν ένας απλός ήχος· ήταν ύμνος.
Το Common People ήταν μια ωδή στην εργατική τάξη, ένα τραγούδι γεμάτο θυμό και ενέργεια, που περιέγραφε τη ζωή με όλες τις δυσκολίες και την ποίησή της. Η ιστορία του τραγουδιού αντανακλούσε την πορεία των Pulp: από την αφάνεια στην αναγνώριση. Οι στίχοι του μπορεί να εκφράζουν αγανάκτηση, αλλά η μελωδία του εκπέμπει ενθουσιασμό και υπερηφάνεια.
Όταν το συγκρότημα παρουσίασε το τραγούδι κάτω από τον ήλιο του 1994, ήταν κάτι περισσότερο από μουσική στιγμή – ήταν ένα ξέσπασμα, μια διακήρυξη της εργατικής τάξης. Το Common People χρειάστηκε 16 χρόνια και αμέτρητες αμφιβολίες για να φτάσει να θεωρείται αριστούργημα. Όμως αυτή η καθυστερημένη αναγνώριση το έκανε ακόμη πιο βαθύ και ουσιαστικό. Είναι ένα καλλιτεχνικό σύμβολο αλληλεγγύης, που ξεπήδησε από την αφάνεια για να απαιτήσει την αναγνώριση που του άξιζε.