Ο Παναγής ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, ένας δαιμόνιος όμορφος νεαρός που έδρασε στα χωριά τα Αττικής, πουλώντας κατά κύριο λόγο φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες.
Σε μια δύσκολη εποχή για τους Έλληνες, την δεκαετία του ’40, ο Παναγής από τα Μέγαρα, σκέφτηκε να γυρίσει τα χωριά της Αττικής και να πάρει από τον κόσμο ότι είχε και δεν είχε, από τα λίγα δηλαδή.
Μια μέρα λοιπόν ντύθηκε και στολίστηκε και ξεκίνησε για τα χωριά της Αττικής, όπου συναντούσε εμπόρους και τους έλεγε ότι είναι πλούσιος έμπορος από την Αθήνα. Μάλιστα για να τους πείσει, δεν έκανε παζάρια.
Ωστόσο δεν έμεινε εκεί. Αρραβωνιάστηκε δέκα κοπέλες από δέκα διαφορετικά χωριά. Έπαιρνε το φιλί από καθεμιά και πήγαινε στην άλλη. Αλλά εκτός από τα άφθονα φιλιά, ζητούσε ότι του κατέβαινε από τα πεθερικά του, προϊόντα και χρήματα, λέγοντας τους ότι θα τους τα επιστρέψει μετά ή θα τα πληρώσει όταν ξαναέρθει από την Αθήνα. Κι εκείνοι για τον γαμπρό τους, δεν χαλούσαν χατίρι.
Αλλά ήξερε πότε να σταματήσει. Και όταν είδε ότι έσφιξαν τα λουριά, υποσχέθηκε γάμο και στις δέκα αρραβωνιαστικές του και μάλιστα την ίδια ημέρα. Κι όταν αυτή η μέρα έφτασε και η οικογένεια ετοιμαζόταν για την εκκλησία, η ώρα περνούσε και όλο το σόι, βγήκε στον δρόμο, ρωτώντας τα λεωφορεία από την Αθήνα, «Μην τον είδατε τον Παναγή;». Οι οδηγοί θα πρέπει να τρελάθηκαν αφού αυτό τους συνέβη σε πολλά χωριά. 10 αρραβωνιάρες και τα σόγια τους είχαν βγει στις πλατείες και στους δρόμους.
Αλλά άφαντος ο Παναγής. Αλλά ο λαός κράτησε τη φράση, για να αναφερόμαστε σε κάποιον που μας κορόιδεψε και μετά εξαφανίστηκε.