Υπήρχε κάποτε, στις ροκ-έν-ρολ δεκαετίες της αθωότητας και των αχαλίνωτων νυχτών, ένα μικρό μπαράκι στο Κολωνάκι που έγραψε ιστορία χωρίς να το ξέρει. Το “Λούκι”, στην οδό Χάρητος 44, έζησε από το 1978 μέχρι το 1985 και σε αυτά τα επτά χρόνια έγινε κάτι πολύ περισσότερο από απλό στέκι – έγινε μύθος.
Στημένο από τον ηθοποιό Αλέξη Γκόλφη και τον Ανδρέα Μουζακίτη, τον ντράμερ των “Σπυριδούλα” και του Παύλου Σιδηρόπουλου στον θρυλικό “Φλου”, το Λούκι συγκέντρωνε κάθε βράδυ την αφρόκρεμα των καλλιτεχνών, των μουσικών, των ποιητών της εποχής και των ανήσυχων ψυχών που αναζητούσαν κάτι παραπάνω από ένα ποτό και λίγο φλερτ.
Αυτό το “παραπάνω” αποτυπώθηκε σε δύο τραγούδια που αγαπήθηκαν όσο λίγα: το “Μια βραδιά στο Λούκι” των Κατσιμιχαίων και η “Σταρ του Σινεμά” του Νίκου Ζιώγαλα. Και πίσω από αυτά… ιστορίες με πάθος, έρωτα, νταλκά και μια μυθική γυναίκα: η Ρενέ.
Η Ρενέ του “Λούκι”: Όταν το άπιαστο γίνεται τραγούδι
Ήταν το 1980 όταν ο Χάρης Κατσιμίχας, καθισμένος με τον κολλητό του Νίκο Ζιώγαλα στο Λούκι, κοίταξε μια κοπέλα που μόλις είχε μπει. Την κοίταξε – τον κοίταξε. Γύρισε στον Νίκο και του ψιθύρισε: «Ο τύπος μου, Νικόλα.»
Και ενώ τίποτα δεν προχώρησε, ο νταλκάς έκανε τη δουλειά του. Ο Χάρης γύρισε σπίτι και ξεχύθηκε στο χαρτί. Έγραψε το “Μια βραδιά στο Λούκι”, ένα τραγούδι με κιθάρα, φυσαρμόνικα και μια φωνή που πήρε το 3ο βραβείο στους Μουσικούς Αγώνες του Χατζιδάκι. Την κοπέλα την έλεγαν Ρενέ – και δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ο συγγραφέας Άγγελος Σφακιανάκης, χρόνια αργότερα, αποκάλυψε: η Ρενέ ήταν μια κοπέλα-αύρα. Είχε την «αθωότητα αγοριού» και τη «γυναικεία μαγεία μιας νεράιδας», ήταν –όπως την βάφτισε ο καλλιτέχνης Αντώνης– “ήτο δεν ήτο”. Εκείνο το Πάσχα στη Ζάκυνθο, εκείνη την πρώτη φορά στο σπίτι, αργότερα στο Λούκι, όπου την είδε και ο Χάρης. Τελικά, ο θρύλος επιβεβαιώθηκε: η Ρενέ ήταν η μούσα του τραγουδιού. Έφυγε από τη ζωή το 2015, αλλά έμεινε σε μελωδία για πάντα.
Η Φανή της “Σταρ του Σινεμά” – και η χυλόπιτα που έγινε χιτ
Λίγα χρόνια μετά, και ενώ ο Νίκος Ζιώγαλας περνούσε οικονομικά ζόρια, βρήκε δεύτερη δουλειά… πίσω από τη μπάρα του Λούκι. Εκεί την είδε. Την Φανή. Σερβιτόρα, πανέμορφη, ντροπαλή. Ο Νίκος ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα – και… άδοξα.
«Όταν έβλεπα τα πόδια της να κατεβαίνουν τις σκάλες, μου έπεφταν τα ποτήρια!» έχει πει. Όταν της εξομολογήθηκε τον έρωτά του, εκείνη έκανε πίσω – και το “όχι” έγινε τραγούδι: η “Σταρ του Σινεμά” γεννήθηκε εκείνο το βράδυ, με τη Φανή από την Κοζάνη να γίνεται η αιώνια πρωταγωνίστρια των στίχων.
Το Λούκι δεν ήταν απλώς ένα μέρος για ποτά. Ήταν σκηνή ζωής. Ήταν σημείο αναφοράς μιας εποχής όπου η τέχνη γεννιόταν από αυθορμητισμό, συναίσθημα και μια γερή δόση ρομαντισμού. Οι τοίχοι του άκουσαν εξομολογήσεις, είδαν έρωτες να γεννιούνται και να τελειώνουν, φιλίες να δένονται με νότες και ποτήρια να τσουγκρίζουν για να σβήσουν απογοητεύσεις.
Και σαν μια σκηνή που ρίχνει αυλαία στο σωστό της timing, έκλεισε το 1985 – αφήνοντας όμως πίσω του ένα soundtrack ζωής.