Μακριά γαιδούρα, ένα παιχνίδι μια ιστορία
Παίζεται άραγε σήμερα;
Δημοσίευση 4/7/2016 | 00:30
Μια μόλυνση ματιού, και μια υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι, με κλειστά από γάζες μάτια, ήταν αρκετά για να κάνω αναδρομή στις παιδικές μου αναμνήσεις. Έτσι θυμήθηκα τα παιδικά παιχνίδια που μας έκαναν ενήλικες. Από τα πιο δημοφιλή,η μακριά γαιδούρα.
Για να μαθαίνουν οι νεότεροι – ναι, υπήρχε ζωή και προ Pro– ένας νέος που λεγόταν «μαξιλαράκι» ή «μάνα» στηνόταν σ’ ένα τοίχο με ανοιχτά πόδια και εκεί, στο ψηλότερο σημείο των ανοιχτών ποδιών του (ακριβολογώντας, κάτω από τα γεννητικά του όργανα), έβαζε το κεφάλι του, σκυμμένος, ο πρώτος της «μακριάς γαϊδούρας».
Ακριβώς από πίσω του και στην ίδια στάση σκυμμένοι έβαζαν τα κεφάλια τους στα σκέλια του προηγούμενου όλοι της ομάδας, σχηματίζοντας έτσι μια σειρά από πέντε έξι πλάτες, τη λεγόμενη «μακριά γαϊδούρα». Μια ισάριθμη δεύτερη αλλά αντίπαλη ομάδα παιδιών είχε το μέλημα να πηδήσει και να σταθεί πάνω στις πλάτες των σκυμμένων makriogaidouristas, ο ένας μετά τον άλλον.
Αφού πηδούσαν και στέκονταν όλοι χωρίς να πέσει και χάσει κανείς ούτε από τους κάτω ούτε από τους πάνω, ο αρχηγός των καβαλαρέων ρωτούσε τραγουδιστά τον αρχηγό των βαστάζων με το άσμα : «Τσανταλίνα Μανταλίνα– και στον …… σου σωλήνα–πόσα είν’ αυτά;». Αν μάντευαν σωστά πόσα δάχτυλα είχε δείξει ο καβαλάρης αρχηγός, άλλαζαν οι ρόλοι, αν όχι, οι βαστάζοι παρέμεναν από κάτω, μέχρι να μαντέψουν σωστά.
Η «μακριά γαϊδούρα» ήταν το μόνο παιχνίδι, στο οποίο ήταν περιζήτητοι οι υπέρβαροι πιτσιρικάδες είτε στην ομάδα των βαστάζων, γιατί άντεχαν να σηκώνουν περισσότερο βάρος( πχ αν δυο παιδιά έπεφταν στην πλάτη ενός) είτε στην ομάδα των καβαλαρέων. Συνήθως πηδούσαν τελευταίοι και γιατί δε μπορούσαν να πάνε κοντά στο «μαξιλαράκι» αλλά και γιατί στην ήδη αποκαμωμένη απ’ όλους κάτω ομάδα, έπρεπε να ρίξουν το ειδικό τους βάρος ,μήπως και λυγίσει και χάσει.