Mega: Το τελευταίο αντίο λίγο πρίν πέσει η αυλαία
Ύστερα από τον οριστικό αποκλεισμό του από τη διαδικασία διεκδίκησης τηλεοπτικής άδειας
Δημοσίευση 18/8/2016 | 16:39
Υστερα εποχής για το πάλαι ποτέ κραταιό κανάλι σηματοδοτεί ο οριστικός αποκλεισμός του από τη διαδικασία διεκδίκησης τηλεοπτικής άδειας. O αποκλεισμός του MEGA αποτελεί ουσιαστικά και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός τηλεοπτικού σταθμού για τον οποίο οι περισσότεροι πίστευαν ότι ισχύει η φράση του Φραγκλίνου Ρούzβελτ «too big to fail».
Κανένα άλλο τηλεοπτικό δίκτυο δεν είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με την απαρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, με την είσοδο της Ελλάδας στον αστερισμό μιας νέου τύπου ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Στις 15.00 της 20ής Νοέμβρη του 1989 το τρισδιάστατο σήμα με μουσική, λαμπερά και εντυπωσιακά γραφικά που αιωρούνταν σ’ έναν ουρανό με σύννεφα ήρθε να δηλώσει το τέλος της μονοκρατορίας του φορέα της δημόσιας τηλεόρασης. Το MEGA αποτέλεσε επί δεκαετίες για τους Ελληνες κύριο παράθυρο στον κόσμο ή, πιο σωστά, σε μια εκδοχή του κόσμου.
Της γέννησης του Mεγάλου Kαναλιού είχε προηγηθεί το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου από την κυβέρνηση του Τζαννή Τζαννετάκη, η οποία και έφερε προς ψήφιση στη Βουλή τη νομιμοποίηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Ετσι, λοιπόν, στις 27 Απριλίου 1989 ιδρύθηκε η Τηλέτυπος, το καταστατικό της οποίας δημοσιεύτηκε στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Ως σκοπός της αναγραφόταν «η παραγωγή και εμπορία τηλεοπτικών προγραμμάτων και εκπομπών, η εγκατάσταση, λειτουργία και εκμετάλλευση τηλεοπτικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, όταν επιτραπεί και με τις προϋποθέσεις που θα επιτραπεί».
Μεγαθήρια ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία του. Η χρυσή συμμαχία του 1989 (ημερομηνία ίδρυσής του) περιελάμβανε την ελίτ του τότε εκδοτικού κατεστημένου της χώρας και την κορυφή της οικονομικής ολιγαρχίας: ο Χρήστος Λαμπράκης του ΔΟΛ, ο Κίτσος Τεγόπουλος της «Ελευθεροτυπίας», ο Αριστείδης Αλαφούζος που είχε μόλις αποκτήσει την ιστορική εφημερίδα «Καθημερινή», ο Γιώργος Μπόμπολας του «Εθνους» και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης.
Το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν ύψους 5 εκατ. δραχμών, καταβεβλημένο σε μετρητά και αποτελούνταν από 5.000 ονομαστικές μετοχές, αξίας 1.000 δραχμών εκάστη. Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Γιώργος Μπόμπολας, ο Χρήστος Τεγόπουλος, ο Σταύρος Κίμωνας Τριανταφυλλίδης που εκπροσωπούσε την πλευρά Βαρδινογιάννη και ο Αριστείδης Αλαφούζος. Και οι πέντε είχαν ισόποσα μερίδια, από 20%.
Η μετοχική σύνθεση δεν άργησε να αλλάξει εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών. Αποχώρησε νωρίς ο όμιλος Αλαφούζου και πολύ αργότερα ο Τεγόπουλος. Το τελικό σχήμα διοίκησης ήταν η τριανδρία Βαρδινογιάννης, Μπόμπολας και Ψυχάρης, ως διάδοχος ιδιοκτήτης του ΔΟΛ.
Η οικογένεια Βαρδινογιάννη, αν και διατήρησε όλα αυτά τα χρόνια τη συμμετοχή της στο MEGA, έστησε παράλληλα το 1993 και τη Νέα Τηλεόραση Α.Ε. Το STAR CHANNEL στόχευε στο νεότερης ηλικίας κοινό. Ειδικά μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Βαρδινογιάννη, η οικογένεια άρχισε να μειώνει το ποσοστό της στο MEGA, με αποτέλεσμα να φτάσει κάποια στιγμή στο 6%.
Το MEGA μπήκε το 1994 στο Χρηματιστήριο και κατόρθωσε αφενός να αντλήσει επιπλέον κεφάλαια, αφετέρου να βγει αλώβητο από την περιβόητη φούσκα. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν άφησε τίποτε αλώβητο. Ούτε το Μεγάλο Κανάλι. Την κατάσταση δεν βοήθησαν οι αλλεπάλληλες τριβές και ενίοτε οι συγκρούσεις των μεγαλομετόχων.
Εν αρχή ην το χάος
Λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του MEGA, εξέπεμψε για πρώτη φορά και ο ΑNT1. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν και άλλοι τηλεοπτικοί σταθμοί που ο χρόνος δικαίωσε ή αφάνισε. Είχε προηγηθεί, όμως, το κανάλι που έμελλε να κρατήσει για δεκαετίες τα σκήπτρα ταράζοντας τα λιμνάζοντα τηλεοπτικά ύδατα και εγκαινιάζοντας την εποχή των ιδιωτικών σταθμών.
Τo MEGA παρουσίασε στους τηλεθεατές του αρχικά ένα οκτάωρο πρόγραμμα. Αυτό περιελάμβανε ενημερωτικά δελτία και ξένες τηλεοπτικές σειρές, κυρίως αμερικανικές. Ξεκινούσε στις 15.00 με τη σειρά επιστημονικής φαντασίας «Διάστημα 1999» και συνέχιζε με την περιπετειώδη σειρά «Μπάτμαν».
Αμέσως μετά ακολουθούσε η μουσική εκπομπή «Mega Hit». Εκεί εμφανίζονταν διάφοροι καταξιωμένοι ηθοποιοί που παρουσίαζαν ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας όλες τις τάσεις της ξένης μουσικής: νέες κυκλοφορίες, διαγωνισμούς και βιντεοκλίπ. Το πρόγραμμα συνεχιζόταν με την αισθηματική βραζιλιάνικη σειρά «Δικαίωμα στην αγάπη». Στις 18.00 ήταν η ώρα του πρώτου δελτίου της ημέρας.
Αν και στη συνείδηση των περισσοτέρων ήταν η Λιάνα Κανέλλη που καλωσόρισε τους τηλεθεατές για πρώτη φορά στον θαυμαστό κόσμο της ενημέρωσης από ιδιωτικό κανάλι, στην πραγματικότητα το πρώτο δελτίο στην ιστορία του MEGA το εκφώνησε η δημοσιογράφος Εύα Μαυρογένη καθισμένη σ’ ένα μικρό τραπέζι, νομίζοντας ότι πρόκειται για ένα ακόμη δοκιμαστικό. Αμέσως μετά το τέλος του ρώτησε τον σκηνοθέτη αν είναι έτοιμη να βγει στον αέρα ή χρειάζεται και άλλη προετοιμασία. Η αρχή είχε γίνει και, όπως είναι γνωστό, «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός».
Στις ειδήσεις εκτός από την Εύα Μαυρογένη ήταν η Αλκηστις Κιούση και η Βίκυ Παλαιολόγου. Η Λιάνα Κανέλλη παρουσίαζε το κεντρικό δελτίο ειδήσεων των 20.30, του οποίου είχαν προηγηθεί και άλλες ξένες σειρές, αλλά και ένα τηλεπαιχνίδι με τίτλο «Γράμματα και αριθμοί», που ήταν η μεταφορά του δημοφιλούς γαλλικού «Des chiffres et des letteres». Παρουσιαστής ήταν ο Κώστας Παπαντωνόπουλος.
Η Λιάνα Κανέλλη, φορώντας μοβ σακάκι και εντυπωσιακά σκουλαρίκια, κοίταξε για πρώτη φορά την κάμερα και με ένα ελαφρύ χαμόγελο αναφώνησε: «Αρχίζουμε το εσπερινό, το μεγάλο δελτίο ειδήσεων του σταθμού μας με τους τίτλους των κυριοτέρων ειδήσεων από την Ελλάδα και το εξωτερικό».
Ο Γιάννης Πρετεντέρης ήταν ένας από τους δημοσιογράφους που την πλαισίωναν. Χωρίς τα χαρακτηριστικά γυαλιά του, με μαύρα και όχι λευκά μαλλιά, αλλά και με μια έκδηλη αμηχανία που δεν είχε ακόμη αντικατασταθεί από τη σημερινή άνεσή του κράταγε τον ρόλο του σχολιαστή. Μαζί του η Βίκυ Παλαιολόγου και ο Αιμίλιος Λιάτσος. Γενικός διευθυντής του καναλιού ήταν ο Κώστας Σκούρας και διευθυντής ειδήσεων ο Ιάσων Μοσχοβίτης.
Στις 21.00 ξεκινούσε η ελληνική ταινία, που θα διακοπτόνταν όμως μία ώρα αργότερα από το τελευταίο δελτίο ειδήσεων της ημέρας. Ομολογουμένως ήταν μια κακή συνήθεια των καναλιών που κόπηκε λίγα χρόνια αργότερα, αποτέλεσμα των χιλιάδων παραπόνων που δέχτηκαν από τους ενοχλημένους τηλεθεατές. Η ταινία που επέλεξε ο σταθμός για την πρώτη του ημέρα στον αέρα ήταν το «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου».
Το επόμενο πρωί όλες οι εφημερίδες είχαν χύσει τόνους μελάνι για την περιβόητη πρεμιέρα. Ως επί το πλείστον φιλοξενούσαν διθυραμβικές κριτικές, χαρακτηρίζοντας το νέο τηλεοπτικό εγχείρημα κάτι «φρέσκο, διαφορετικό και πολύ μοντέρνο». Σύμφωνα με τα στοιχεία της AGB, όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26/11/1990, η τηλεθέαση του MEGA την πρώτη μέρα εκπομπής ξεπέρασε το 30%, ενώ η τηλεθέαση της ΕΤ1 κυμαινόταν στο 26,86% και της ΕΤ2 περίπου στο 18%.
Τα σίριαλ της ζωής μας
Μέχρι την εμφάνιση του MEGA οι ελληνικές σειρές ήταν αποκλειστικό προνόμιο της δημόσιας τηλεόρασης. Το νέο κανάλι λοιπόν μπήκε δυναμικά στην παραγωγή σειρών αναπτύσσοντας την εγχώρια αγορά. Το «Πατήρ, Υιός και Πνεύμα» ήταν η πρώτη σειρά που έκανε πρεμιέρα τη δεύτερη μέρα της λειτουργίας του καναλιού. Προοριζόταν αρχικά για την ΕΤ1, αλλά λόγω κάποιων προβλημάτων της δημόσιας τηλεόρασης, κατέληξε στο MEGA.
Επί δεκαετίες το Mεγάλο Kανάλι μετέδιδε στην prime time ζώνη του σειρές που εδραίωσαν στο μεγάλο κοινό νέα ταλέντα της σεναριογραφίας, της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας και ανέβασαν το κασέ τους στα ύψη. Οι νέοι καλλιτέχνες βρήκαν εύφορο έδαφος υιοθετώντας ένα διαφορετικό στυλ σκηνοθεσίας με πολλές κάμερες και εναλλασσόμενα πλάνα και άλλαξαν για πάντα το μέχρι τότε συμβατικό τηλεοπτικό χιούμορ.
Οι «Αυθαίρετοι» είναι η δεύτερη σειρά που έκανε πρεμιέρα στο κανάλι το βράδυ της τρίτης ημέρας λειτουργίας του. «Λίγο πριν το 1992 και ενώ όλοι οι Ελληνες αγαπημένοι και μονιασμένοι “εργάζονται πυρετωδώς” για την ενοποίηση της Ευρώπης, το MEGA CHANNEL έψαξε και βρήκε τους πρωτοπόρους». Με αυτά τα λόγια και τη μουσική επένδυση του Ακη Πετρινιώτη, το MEGA στήνει απέναντι στους τηλεθεατές του έναν καθρέφτη. Σουρεαλιστικό μεν, καθρέφτη δε. Ακόμα και σήμερα πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την καλύτερη μεταφορά του ελληνικού DNA στην τηλεόραση. Πρόκειται για την πρώτη σειρά που υπηρετεί το δύσκολο είδος της μαύρης κωμωδίας και απεικονίζει τη συνύπαρξη των Ελλήνων με τις ευρωπαϊκές χώρες. Ο «κοντός» Χρήστος Βαλαβανίδης, ο «χασοδίκης» Δημήτρης Πουλικάκος, η υστερική Ζανέτ και η Σουλάρα χαρίζουν αξέχαστες στιγμές τηλεοπτικής τρέλας.
Οι «Τρεις Χάριτες» είναι μία ακόμα κωμική σειρά που ταυτίστηκε με την ιστορία του Mεγάλου Kαναλιού. Προβλήθηκε στο δεύτερο μισό της πρώτης χρονιάς κερδίζοντας μεγάλη απήχηση. Πέτυχε τα πρώτα πολύ υψηλά νούμερα τηλεθέασης. Η σειρά περιέγραφε την καθημερινότητα τριών αδελφών οι οποίες αποφάσισαν να συγκατοικήσουν στο ίδιο σπίτι. Εκτός από το γεγονός ότι έφερε τους ηθοποιούς του νέου θεάτρου στη μικρή οθόνη, ανέδειξε το σεναριακό ταλέντο των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Aπό την παρακαταθήκη που αφήνει το MEGA δεν θα μπορούσε να λείπει «Το Ρετιρέ», η σειρά που σχεδόν ταυτίστηκε με το καλοκαίρι του μέσου Ελληνα, λόγω των ετήσιων επαναπροβολών της, ειδικά μετά το 2000. Παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη θέρμη από τους τηλεκριτικούς, η σειρά που είχε τη βαριά υπογραφή του Γιάννη Δαλιανίδη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους τηλεθεατές. Ηθογραφική και σατιρική, περιέγραφε τη μικροαστική ελληνική κοινωνία που επιχειρεί να προσαρμοστεί ευρισκόμενη τότε στο μεταίχμιο του νέου αιώνα.
Καμία σειρά, όμως, δεν ταυτίστηκε με το συγκεκριμένο κανάλι όσο οι «Απαράδεκτοι», που ανέδειξαν το συγγραφικό ταλέντο της Δήμητρας Παπαδοπούλου και μια φουρνιά πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών που σήμερα θεωρούνται κορυφαίοι στο είδος τους. Η απαράδεκτη τετραμελής παρέα μπήκε στα σαλόνια της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων για δύο σεζόν (1991-1993). Ακόμα και σήμερα έχει μείνει η κλασική ατάκα του Σπύρου Παπαδόπουλου κοιτάζοντας στην κάμερα «Τι έγινε ρε παιδιά...;» ή «Εγώ πέρασα και ένα Πολυτεχνείο».
Πρόκειται για την πρώτη φορά που ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας έκανε την εμφάνισή του στη μικρή οθόνη. Η σειρά παραμένει σημείο αναφοράς όχι μόνο γιατί ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια, αλλά γιατί μετά από 25 χρόνια οι πραγματικά καλές κωμωδίες στην ελληνική τηλεόραση μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών.
Οι «Φρουροί της Αχαΐας» ήταν από τις πιο ακριβές μέχρι τότε τηλεοπτικές παραγωγές. Καθήλωσε τους τηλεθεατές το 1992, μετατρέποντας τη Μιμή Ντενίση και τον Στράτο Τζώρτζογλου στους απόλυτους πρωταγωνιστές.
Η «Αναστασία» θεωρήθηκε τηλεοπτικό φαινόμενο. Εκτός του ότι η τηλεθέαση που σημείωνε εκείνη την εποχή ξεπερνούσε το 50%-70%, η σειρά έγινε talk of the town και απασχόλησε ακόμη και αμιγώς πολιτικές-ενημερωτικές εκπομπές όπως το «Ενώπιος Ενωπίω» του Νίκου Χατζηνικολάου.
Η πρωταγωνίστρια Μυρτώ Αλικάκη είχε παράλληλη σχέση με τον πατέρα και τον γιο, γεγονός που σόκαρε, αλλά και μάγεψε το τηλεοπτικό κοινό ανεβάζοντας τις μετοχές της σεναριογράφου Μιρέλλας Παπαοικονόμου στα ύψη. Θα διαλέξει τον πατέρα ή τον γιο; Η Μυρτώ Αλικάκη στον ρόλο της Αναστασίας έγραψε τηλεοπτική ιστορία και οι Ελληνες δεν είδαν ποτέ πια με τον ίδιο τρόπο τα ερωτικά τρίγωνα. Οι νεαρές Ελληνίδες έβαλαν σκουλαρίκι στη μύτη και υιοθέτησαν τα καπέλα για να τιμήσουν την πρωτοεμφανιζόμενη τηλεοπτικά Μυρτώ!
Το «Δις Εξαμαρτείν» ήταν το δεύτερο «χτύπημα» του σεναριογραφικού διδύμου Ρέππα - Παπαθανασίου μετά τις «Τρεις Χάριτες». Η σειρά σημείωσε επιτυχία, καθώς ήταν η πρώτη που επιχείρησε να μεταφέρει στη μικρή οθόνη την κατάσταση που επικρατούσε πίσω από τις κάμερες της ελληνικής τηλεόρασης.
Μπορεί κανείς να μην παραδεχόταν εκείνη την εποχή ότι απολάμβανε να παρακολουθεί το «Λαβ Σόρρυ», αλλά η κωμική σειρά που προβλήθηκε το 1994 τρέλανε τα μηχανάκια της AGB. Για την ακρίβεια, εγκαινίασε ένα νέο είδος κωμικο-αισθηματικού trash. Ποιος δεν θυμάται, άλλωστε, τον Σάκη τον υδραυλικό;
Το «Ντόλτσε Βίτα», μια κωμική σειρά 70 επεισοδίων που άρχισε να προβάλλεται το 1995, συμπεριλαμβάνεται στις αθάνατες σειρές. Ηταν, όμως, μόνο ένα πρώτο δείγμα του τι θα ακολουθούσε. Λίγα χρόνια αργότερα οι δημιουργοί της Αλέξανδρος Ρήγας και Δημήτρης Αποστόλου παρουσίασαν τους «Δύο Ξένους», χαρίζοντας στο ελληνικό κοινό την Ντένη Μαρκορά, έναν χαρακτήρα που ζει ως σήμερα μέσα από τις ατάκες της. Την ίδια χρονιά οι «Ψίθυροι Καρδιάς» πέφτουν σαν βόμβα μεγατόνων στο τηλεοπτικό τοπίο. Η αισθηματική σειρά έφερε την υπογραφή του Μανούσου Μανουσάκη και εξιστορούσε τον αταίριαστο έρωτα ενός «μπαλαμού» αρχιτέκτονα με μια Ρομά. Από τα πρώτα ακόμη επεισόδια έσπασε το ρεκόρ τηλεθέασης στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης, αφού ένα από αυτά που προβλήθηκαν τον Φλεβάρη του 1998 άγγιξε το 76,7%!
Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Δήμητρας Παπαδοπούλου μετά τους «Απαράδεκτους» με το «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς» δικαίωσε τις προσδοκίες. Η καθημερινή ζωή ενός τυπικού ελληνικού ζευγαριού της πόλης, του Θοδωρή (Θοδωρής Αθερίδης) και της Δήμητρας (Δήμητρα Παπαδοπούλου), σε όλες τις εκφάνσεις του, τη σχέση, τους τσακωμούς, τα άγχη και τις φοβίες του, γοήτευσε το κοινό. Η ατάκα «εγώ πότε θα γίνω μάνα;» πέρασε στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Το «Είσαι το ταίρι μου», μια ρομαντική κομεντί του 2002, απέδειξε ότι και οι πληθωρικές γυναίκες έχουν πέραση, ενώ μετέτρεψε τη Βίκυ Σταυροπούλου, την Κατερίνα Λέχου και τον Αλέξη Γεωργούλη σε πρωτοκλασάτους πρωταγωνιστές.
Δεν θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει το «Παρά Πέντε», τη μεγάλη επιτυχία του Γιώργου Καπουτζίδη, που έκανε τα μηχανάκια της AGB να χτυπήσουν κόκκινο. Η σειρά είχε χαρακτηριστεί μυστηρίου και περιπέτειας, αλλά είχε και πολλά κωμικά στοιχεία. Ηταν ιδιαίτερα καινοτόμα παραγωγή για την ελληνική τηλεόραση, αφού δεν είχε ξανά υπάρξει άλλη που να μπορεί να παντρεύει με τόση αρμονία και μαεστρία την κωμωδία με το δράμα.
Εξίσου ξεχωριστή ήταν και η τελευταία επιτυχία του MEGA, αυτή την οποία χαρακτηρίζουν πολλοί το κύκνειο άσμα του. Το «Κάτω Παρτάλι» κέρδισε εκατομμύρια θαυμαστές με το εμπνευσμένο σενάριο, τους ακραίους διαλόγους και τους σουρεαλιστικούς χαρακτήρες του.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο για τις σειρές μυθοπλασίας αποτελεί ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, οι σειρές του οποίου αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο είδος που πολέμιοι και θαυμαστές ονόμασαν «Παπακαλιατιάδα». Το τηλεοπτικό ντεμπούτο του έγινε το 1999, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 24 ετών. «Η ζωή μας μια βόλτα» στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία και δημιούργησε τηλεοπτική σχολή. Ερωτικά θρίλερ, ανατροπές, ερωτικές προδοσίες και τραβηγμένες από τα μαλλιά συμπτώσεις αποτελούν τη συνταγή επιτυχίας. Χωρίς αμφιβολία, ο Παπακαλιάτης την κατέχει καλά. Γι’ αυτό και είδε τις δουλειές του να γίνονται εθιστικές για όλους τους εφήβους ανά την ελληνική επικράτεια.
Παρουσιαστές, τηλεπαιχνίδια και χρυσές στιγμές ψυχαγωγίας
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις φράσεις «Είσαι ο πιο αδύναμος κρίκος» ή «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;»; Πολλά από τα τηλεπαιχνίδια που κατάφεραν να καθηλώσουν παρέες μπροστά από τις τηλεοράσεις και να μετατραπούν σε καθημερινή συνήθεια έφεραν την υπογραφή του Μεγάλου Καναλιού. Η διοίκησή του, άλλωστε, πάντα επέλεγε ιδιαίτερα πρόσωπα που αναδείκνυαν το προϊόν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο.
Τα πρόσωπα που έχουν αναδειχθεί μέσω του MEGA είναι πολλά. Ο Ανδρέας Μικρούτσικος ήταν μια τέτοια περίπτωση. Εκτός από την πρωινή ζώνη του καναλιού, το 1991 ο Μικρούτσικος παρουσίασε ένα από τα πιο πετυχημένα τηλεπαιχνίδια. Οι παίκτες έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στην κουρτίνα και στο κουτί, με κίνδυνο να πετύχουν τον κύριο Ζονκ και όλα να τελειώσουν εκεί. «Το μεγάλο παζάρι» διατήρησε για δύο σεζόν εντυπωσιακά νούμερα.
O «Mr Τηλεπαιχνίδι» Γιώργος Πολυχρονίου, έχοντας την επιτυχία του «Τροχού της Τύχης» στο βιογραφικό του, πήρε το 1992 μεταγραφή για το MEGA, στο οποίο και παρουσίασε -τι άλλο;- τηλεπαιχνίδι. Οι παίκτες καλούνταν να απαντήσουν σωστά σε ερωτήσεις γνώσεων, ενώ για πρώτη φορά στο παιχνίδι έπαιζαν συμπληρώνοντας ένα ειδικό δελτίο και οι τηλεθεατές. Σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί η παρουσία της όμορφης Ελένης Μενεγάκη σε ρόλο σιωπηλής συμπαρουσιάστριας.
Αυτό που έχει γράψει τη δική του ιστορία, όμως, είναι το παιχνίδι γνωριμιών που μέσω ερωτήσεων έφερνε κοντά ζευγάρια. Οι νικητές είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν σ’ ένα μαγευτικό μέρος του κόσμου προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους. Η αρχική παρουσιάστρια του «Ραντεβού στα τυφλά» ήταν η Βάσια Τριφύλλη.
Παρότι και η Μαίρη Μηλιαρέση παρουσίασε με ιδιαίτερη επιτυχία, ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, το «Ρουκ Ζουκ», ο Σπύρος Παπαδόπουλος ήταν που αποδείχθηκε ιδιαίτερα ταλαντούχος παρουσιαστής. Το 1999 το MEGA έφερε στους δέκτες του μία ακόμη ιδιαίτερα δημοφιλή παραγωγή παγκοσμίως. Ενα τηλεπαιχνίδι γνώσεων που αποτελεί επίσης ένα από τα φορμάτ που άντεξαν περισσότερο στην ελληνική τηλεόραση, αφού προβαλλόταν για έξι συνεχόμενες σεζόν. Επική στιγμή, η βοήθεια του κοινού ή του τηλεφώνου που γέννησε τη μέχρι σήμερα ατάκα: «Πάρε τη βοήθεια του κοινού».
Αλλο ένα εισαγόμενο φορμάτ τηλεπαιχνιδιού από τη Βρετανία που έκανε θραύση το 2001 ήταν ο «Ο πιο αδύναμος κρίκος». Πέραν των γνώσεων που απαιτούνταν, ήταν απαραίτητη και η ταχύτητα, αλλά και η συνεργασία των παικτών, ώστε να ανεβεί όσο το δυνατόν πιο ψηλά το ποσό. Φυσικά, όλοι το παρακολουθούσαν για να ακούσουν την Ελενα Ακρίτα να λέει τη φαρμακερή ατάκα χωρίς ίχνος συμπόνιας: «Λυπάμαι, αλλά είστε ο πιο αδύναμος κρίκος».
Στον τομέα της σάτιρας ο Λάκης Λαζόπουλος φιλοξενήθηκε για σχεδόν μία δεκαετία στο κανάλι της Μεσογείων χτίζοντας την καριέρα του με τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Ηταν μια κωμωδία που αποτέλεσε από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιδιωτικής τηλεόρασης, καθώς η τηλεθέαση έχει αγγίξει μέχρι και το 50%. Εγινε ίσως η μακροβιότερη μη καθημερινή τηλεοπτική σειρά, καθώς μετά την ολοκλήρωση του βασικού κύκλου επεισοδίων (1992-1995), ο Λαζόπουλος επέστρεφε μία φορά τον χρόνο με έκτακτο επεισόδιο όπου σχολίαζε τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής.
Τέλος, δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τηλεοπτική ψυχαγωγία χωρίς να συμπεριλάβει τη Ρούλα Κορομηλά και τα χρυσά χρόνια της στο Μεγάλο Κανάλι. Με την εκπομπή «Μπράβο» ήρθε η απόλυτη καταξίωση για την ίδια και τα χρυσά νούμερα τηλεθέασης για τον σταθμό. Το πρωτοποριακό ιταλικού τύπου σόου δεν είχε γίνει ποτέ ξανά στην Ελλάδα. Χοροί, τραγούδια, σκηνικά, κοστούμια, διάσημοι καλεσμένοι και άλλα αποτελούσαν ένα φαντασμαγορικό τετράωρο πρόγραμμα που καθήλωνε τους τηλεθεατές.
Τηλεοπτικοί εορτασμοί
Το MEGA πρωτοστάτησε και στους τηλεοπτικούς εορτασμούς. Την πρώτη χρονιά της λειτουργίας του αποχαιρέτησε τον παλιό χρόνο με ένα δίωρο εορταστικό επεισόδιο της κωμικής σειράς «Οι Τρεις Χάριτες» και γκεστ σταρ την Αλκηστη Πρωτοψάλτη. Λίγο μετά την είσοδο του 1991 η Κοραλία Καράντη και ο Γιάννης Βούρος, δύο από τους πρωταγωνιστές της τότε δημοφιλούς σειράς «Δίψα», παρουσίασαν ένα τρίωρο σόου με τον τίτλο «Οι επιτυχίες του 1990 και ο Καζαμίας του 1991». Η εκπομπή έκανε μια μουσική ανασκόπηση της χρονιάς που έφευγε μήνα προς μήνα. Παρουσιάστηκαν αστρολογικές προβλέψεις για το νέο έτος, ενώ γκεστ σταρ ήταν ο Βλάσσης Μπονάτσος. Τα κείμενα ήταν του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη.
Το ίδιο συνέχισε κάθε χρονιά επιστρατεύοντας τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του, οι οποίοι φορώντας τα καλά τους έστελναν ευχές. Την τιμητική τους είχαν οι εκλεκτοί καλεσμένοι, τα υπερφωτισμένα σκηνικά, τα live τραγούδια με γνωστά ονόματα της μουσικής σκηνής, οι ανταλλαγές των δώρων και τα σφιχταγκαλιάσματα συναδέλφων, αγαπημένων και μη, στο πνεύμα των ημερών.
Τηλεοπτική ιστορία, όμως, έγραψε το MEGA την Πρωτοχρονιά του 1997. Στο πλατό του «Μπράβο Ρούλα», ο Διονύσης Σχοινάς ζήτησε την εμβρόντητη Καίτη Γαρμπή σε γάμο και η Ρούλα Κορομηλά παραλίγο να γίνει η πρώτη παρουσιάστρια στην ιστορία που βρίσκει τραγικό θάνατο από πνιγμό σε ζωντανή σύνδεση εξαιτίας φονικών κίτρινων μπαλονιών που την παγίδευσαν.
Κυρίαρχο και στην ενημέρωση
Μετά τη Λιάνα Κανέλλη, τη σκυτάλη στην παρουσίαση του δελτίου πήρε για πολλά χρόνια ο Νίκος Χατζηνικολάου. «Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε και σήμερα. Εγώ και οι συνεργάτες μου στο MEGA CHANNEL σας ευχόμαστε να έχετε ένα καλό βράδυ», έλεγε καθημερινά ο κεντρικός παρουσιαστής μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Αναδείχθηκε στον απόλυτο κυρίαρχο του δελτίου των 8, αλλά και σε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της διοίκησης του σταθμού. Ποιος θα ξεχάσει τον αργό ρυθμό ομιλίας του, αλλά και τα εντυπωσιακά μεγάλα γυαλιά μυωπίας που λάνσαρε στα πρώτα τηλεοπτικά χρόνια του;
Ο νεαρός δημοσιογράφος, εκτός από το πρόσωπο του κεντρικού δελτίου, εγκαινίασε τα πολιτικά talk shows στην ιδιωτική τηλεόραση. Η εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω» διήρκεσε έως το 2002 και φιλοξένησε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του πολιτικού και καλλιτεχνικού χώρου. Μία από τις συνεντεύξεις που θα μείνουν αξέχαστες ήταν αυτή της Αλίκης Βουγιουκλάκη, η οποία για πρώτη φορά είχε μιλήσει για την ηλικία της, τον γάμο της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τις άλλες ερωτικές της σχέσεις.
Ακολούθησαν στο τιμόνι της ενημέρωσης ο Αιμίλιος Λιάτσος, ο Αντώνης Λιάρος, η Μάρα Ζαχαρέα, η Ολγα Τρέμη και μιαν ανάσα πριν το τέλος η Μαρία Σαράφογλου.
Μία ακόμη εκπομπή που πέρασε στην τηλεοπτική αθανασία είναι και η «Ανατροπή». Ο Γιάννης Πρετεντέρης μέτρησε 16 σεζόν στον αέρα με την ίδια εκπομπή που συχνά πυκνά γινόταν ρινγκ πολιτικών αντιπαραθέσεων, ενώ παράλληλα διατήρησε και τη θέση του σχολιαστή στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων.
Το MEGA επένδυσε πολλά στην ενημέρωση και για σχεδόν δύο δεκαετίες ανταμείφθηκε καταφέρνοντας να γίνει το brand name στο είδος. Αποτίναξε τον συντηρητισμό και τη σοβαροφάνεια που κυριαρχούσε μέχρι τότε στον τομέα αυτό και υιοθέτησε σταδιακά ένα αμερικανικό πρότυπο δελτίου ειδήσεων με «παράθυρα» και σχολιαστές.
Το MEGA επένδυσε ιδιαίτερα σε αυτούς, δίνοντάς τους χώρο να ξεφύγουν από τις αυστηρές τηλεοπτικές νόρμες της ενημέρωσης. Υιοθέτησε έναν άμεσο λόγο και ένα προφίλ που στη συνείδηση του κόσμου παρέμεινε για δεκαετίες σοβαρό και έγκυρο.
Η πολιτική επιρροή του ήταν μεγάλη και η αποκαθήλωσή του τα τελευταία έξι χρόνια σηματοδότησε με τον πιο γλαφυρό τρόπο το τέλος μιας εποχής. Το MEGA, εξάλλου, αναδύθηκε μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή και κλείνει μέσα σε μια πολύ διαφορετική.
Τα τελευταία χρόνια έχασε την απήχησή του, ερχόμενο σε κόντρα με το κοινό αίσθημα και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός. Ενόχλησε, επίσης, και η όχι και τόσο διακριτική μάχη μεταξύ των μετόχων για την εκπαραθύρωση ή επιβολή στελεχών, με τα γνωστά αποτελέσματα στην αξιοπιστία του ενημερωτικού προϊόντος.
Ως αποτέλεσμα ήρθε η απαξίωση κερδίζοντας το προσωνύμιο του καθεστωτικού και προπαγανδιστικού δελτίου. Οι μέχρι τότε πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι του, που είχαν εν τω μεταξύ μετατραπεί σε τηλεαστέρες, άρχισαν να ενοχλούν με τη λάμψη τους το ταλαιπωρημένο από την κρίση κοινό.