Ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου του 1940
Ερωτικές επιστολές από το μέτωπο
Δημοσίευση 28/10/2016 | 00:08
Η φρίκη του πολέμου, τα χιλιάδες θύματα από τις βόμβες, το κρύο, την πείνα δεν εμπόδισε τους ανθρώπους της εποχής να συνεχίσουν να ερωτεύονται.
Μια αληθινή ιστορία της εποχής, που δείχνει το μεγαλείο του έρωτα, που δεν τρομάζει μπροστά στα όπλα και τον εχθρό.
Πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο Γιάννης Χαλκουτσάκης που ήταν ερωτευμένος με τη Τιτίκα. Ο Γιάννης κλήθηκε να πολεμήσει στα βουνά της Ηπείρου, η Τιτίκα έμεινε έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της πως δεν θα τον ξαναδεί. Και όμως αυτός ο έρωτας κράτησε μέσω από την αλληλογραφία που διατηρούσαν κατα τη διάρκεια του πολέμου, και κατέληξε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Η Ελένη Χαλκουτσάκη, η οποία είναι αρχιτέκτονας και ζει σε Αθήνα και Τήνο, έδωσε στη δημοσιότητα τις επιστολές που αντάλλασαν οι γονείς της. Την ευχαριστούμε γιατί πρόκειται για σπάνιο αρχείο.
Η Τιτίκα έγραφε:
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίσει το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκιά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου...».
Στις 22 Νοεμβρίου του 1942, σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και αθέλητης απραξίας ο Γιάννης συνέχιζε να γράφει ερωτικά γράμματα στην αγαπημένη του Τιτίκα:
"...εν τω μεταξύ βράδιαζε. Άναψα το τζάκι (τώρα τελευταία έκαμα και τζάκι στο σπιτάκι ΜΑΣ) ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα και σου αφιέρωσα δυοολόκληρες ώρες σκέψης και προσήλωσης. Κρατούσα τη φωτογραφία σου, σε κυτούσα και σου μιλούσα. Δεν είναι δυνατόν, κάτι θάνοιωσες χθες Σάββατο 6-9 το βράδυ. Κάποιο ψυχικό φαινόμενο θα σούφερε τον παλμό της αγάπης μου. Μέσα από το παίξιμο της φλόγας, όπως την κυτούσα, σχημάτισα την μορφή σου. Δυό μάτια, τα μάτια σου, πότε-πότε με κύταζαν γλυκά και παραπονεμένα. Το παράπονο του χωρισμού. Το ξέρω, Τιτίκα μου, το έχω χορτάσει πιό αυτό το πικρό παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε και η δεύτερη. Είναι όμως η τελευταία. Λίγος καιρός ακόμη μας μένει, λίγοι μήνες. Και έπειτα πιά θα ενωθούμε για πάντα. Προετοιμάζω ψυχικά τον εαυτό μου για την ανύψωση. Νοιώθω την αγιότητα της στιγμής που δυό υπάρξεις πλασμένες για να ζήσουν μαζί θα ανεβούν στον Παράδεισο της αγάπης των. Θάναι μεγάλη, Τιτίκα μου, απέραντα μεγάλη η στιγμή εκείνη, η αγία που τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Όσα κι' άν διάβασα, και διαβάζω πολύ τώρα τελευταία, σε κανένα στίχο, σελίδα ή βιβλίο δεν βρήκα την περιγραφή που της αξίζει...»
Όταν ο έρωτας ανθεί ανάμεσα στις σφαίρες, μήπως να το ξανασκεφτούμε που δεν του δίνουμε τόση αξία πια;