Τα όπλα μαζικής καταστροφής των αρχαίων
Τα πρώτα βιολογικά όπλα
Δημοσίευση 2/11/2016 | 00:28
Οι πρόγονοι μας, που τόσο τους έχουμε υμνήσει για τον πολιτισμό και τις τέχνες τους, ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόροι και στον τομέα των βιοχημικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ανδρεία μάχη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μόνο αυτή που γινόταν σώμα με σώμα, οι περιπτώσεις χρήσης βιοχημικών όπλων που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα είναι πολλές.
Τα δηλητηριασμένα βέλη ήταν μια τεχνική γνωστή και προσφιλής στην αρχαία Ελλάδα, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο σε ιστορικές πηγές από τον 5ο πΧ αιώνα, όσο και στην μυθολογία. Σύμφωνα με την δεύτερη, όταν ο ημίθεος Ηρακλής έκοψε, στον δεύτερο άθλο του, και το τελευταίο κεφάλι της Λερναίας Ύδρας το έθαψε στη γη και στη συνέχεια βούτηξε τα βέλη του στην θανατηφόρα χολή του τέρατος κάνοντας τα τόξα του θανάσιμα για όποιον πετύχαιναν. Την ίδια τεχνική λέγεται πως ακολούθησε και η θεά του κυνηγιού Άρτεμις προσφέροντας μας και την πρώτη αναφορά σε βιολογικά όπλα στην δυτική λογοτεχνία. Το πιο διάσημο όμως δηλητηριασμένο βέλος της αρχαιότητας ήταν αναμφίβολα αυτό του Πάρη που, κατευθυνόμενο από τον θεό Απόλλωνα, πήρε τη ζωή του Αχιλλέα χτυπώντας τον στην φτέρνα.
Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, σύμφωνα με τον Όμηρο, τη μυθική φαρέτρα του Ηρακλή είχε ο Φιλοκτήτης, ενώ υπάρχουν μελετητές που πιστεύουν ότι και άλλοι έφεραν δηλητηριώδη βέλη, όπως ο Οδυσσέας, τα οποία έφτιαχναν βουτώντας τις λόγχες τους σε δηλητήριο συνήθως φιδιού ή σκορπιού. Αναφέρεται δε, πως όταν τύχαινε να χτυπηθεί Έλληνας από δηλητηριασμένο βέλος του εχθρού, έβαζαν βδέλλες στην πληγή για να ρουφήξουν το μολυσμένο αίμα.
Και αν τα δηλητηριασμένη βέλη δεν σας φαίνονται περίεργα, σίγουρα δεν θα πείτε το ίδιο για την χρήση γουρουνο-τορπιλών από τον Μέγα Αλέξανδρο και μεταγενέστερα από τους Μεγαρείς. Πιο συγκεκριμένα ο Μέγας Αλέξανδρος στην μάχη του Υδάσπη κατά του βασιλιά Πώρου το 326 π.Χ. έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κατατροπώσει τους εχθρικούς πολεμικούς ελέφαντες που μετέφεραν στην πλάτη τους τοξότες. Στο πρώτο στάδιο της επίθεσης, ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε όσα χάλκινα σκεύη και αγάλματα είχαν λαφηραγωγηθεί από προηγούμενες μάχες και αφού τα πύρωνε στη φωτιά τα έριχνε με τη βοήθεια καταπέλτη στους ελέφαντες, προσπαθώντας μάλιστα να στοχεύει την ευαίσθητη προβοσκίδα τους. Μετά την καταστροφή των εχθρικών γραμμών, έριχνε στην μάχη χοίρους, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους ελέφαντες με τις στριγκλιές τους. Οι Μεγαρείς μεταγενέστερα, το 270 π.Χ. όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τον Μακεδόνα Αντίγονο τον Γονατά που επίσης χρησιμοποιούσε πολεμικούς ελέφαντες, αποφάσισαν να τελειοποιήσουν την τεχνική του Αλέξανδρου, στέλνοντας κατά των ελεφάντων ζωντανά φλεγόμενα γουρούνια τα οποία είχαν πρώτα αλείψει με λίπος.
Στην αρχαία Ελλάδα όμως δεν ήταν λίγα και τα περιστατικά που οι Έλληνες κατατροπώθηκαν έμμεσα από βιοχημικά όπλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πανωλεθρία των Αθηναίων στην πολιορκία των Συρακουσών όπου σήμανε και το τέλος της αθηναϊκής παντοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, το 415-413 π.Χ. οι Αθηναίοι κινούμενοι ενάντια στην, σύμμαχο των Σπαρτιατών, πόλη των Συρακουσών, στρατοπέδευσαν σε μια ελώδη περιοχή έξω από τα απόρθητα τείχη, με αποτέλεσμα τα στρατεύματα να αποδεκατιστούν από την ελονοσία. Ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως έντεχνος περιορισμός του εχθρού σε μολυσμένη περιοχή (όπως ένα έλος) ήταν μια από τις πλέον διαδεδομένες στρατηγικές, ενώ οι ίδιοι είναι που αναφέρουν πως η εγκατάσταση των Αθηναίων στο συγκεκριμένο σημείο έξω από τα τείχη ήταν μια καλά υπολογισμένη κίνηση των Συρακούσιων. Μια ακόμα αλάνθαστη τεχνική βιολογικού πολέμου που αναφέρουν οι ιστορικοί και ακολουθήθηκε σε περιπτώσεις πολιορκίας πόλεων οχυρωμένων με τείχη, ήταν και η ρίψη με καταπέλτη πτωμάτων μολυσμένων με ασθένειες όπως ο τύφος και η πανώλη, κάτι που έφερνε την γρήγορη εξάπλωση τους ανάμεσα στους πολιορκημένους.
Ακόμα μια συνήθης τακτική ήταν ο δηλητηριασμός πηγών και πηγαδιών κυρίως με την χρήση δηλητηριωδών φυτών. Αυτό το μέσο χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση των κατοίκων της πόλης Κίρρας κατά τον Α’ Ιερό πόλεμο που στόχευε στον έλεγχο του μαντείου των Δελφών. Αθηναίοι, Σικυώνιοι και Θεσσαλοί δηλητηρίασαν το πόσιμο νερό της Κίρρας με λευκό ελλέβορο, φυτό που ήταν γνωστό για τις ιαματικές αλλά και τις θανάσιμες ιδιότητες του.
Αξίζει να αναφέρουμε πως υπήρχε και το κατάλληλο εγχειρίδιο με τους κανόνες επιβίωσης από τα βιοχημικά όπλα και ήταν γραμμένο από τον στρατηγό και γνώστη της τέχνης του πολέμου, Αινεία τον Τακτικό. Ο Αινείας έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα και ανάμεσα σε άλλα έγραψε και τα «Πολιορκητικά». Μεταξύ άλλων προτείνει τρόπους να αντιμετωπιστούν οι χημικά ενισχυμένες φωτιές, δίνει συμβουλές για την σωστή και αποτελεσματική χρήση των πολιορκητικών μηχανών, ενώ περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο που μπορεί ο πολιορκημένος να διοχετεύσει έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγει ο εχθρός στα τείχη του.
Και στον υπόλοιπο κόσμο δεν πήγαιναν πίσω…
Τα βιολογικά και χημικά όπλα όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν ελληνική πατέντα. Και στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο οι αναφορές για την χρήση τους είναι πολλές, ας δούμε όμως κάποιες από αυτές με την χρονολογική σειρά που συνέβησαν.
Οι πρώτες αναφορές για βιοχημικές ουσίες σε περίοδο πολέμου, έρχονται από τον 16ο αιώνα πΧ και τους Ασσύριους οι οποίοι μόλυναν τα αποθέματα νερού των εχθρών τους χρησιμοποιώντας τον μύκητα του γένους Claviceps, τακτική που πιστεύεται ότι έχαιρε δημοφιλίας για πολλούς αιώνες. Μεταγενέστερα, οι Σουμέριοι του 1770 π.Χ. είχαν ανακαλύψει πλήθος θανατηφόρων παθογόνων ουσιών, όπως μαρτυρούν επιγραφές σφηνοειδούς γραφής, τις οποίες χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο με τους Ασσύριους.
Οι τελευταίοι τον 3ο π.Χ. αιώνα, κάνουν χρήση των πρώτων αμιγώς χημικών όπλων, εκτοξεύοντας στον εχθρό φλεγόμενες βόμβες από νάφθα.
Κάποια χρόνια αργότερα, το 190 π.Χ. αναφέρεται η ρίψη δηλητηριωδών φιδιών ή σκορπιών στα αντίπαλα πλοία, από τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα, στη ναυμαχία στον Ευρυμέδοντα κατά της Περγάμου. Τα φίδια κλείνονταν σε μεγάλα καλάθια και στην συνέχεια εκτοξεύονταν με καταπέλτη.
Σε μικροβιολογικό επίπεδο αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό η μεταδοτικότητα των μολυσματικών ασθενειών, όπως η πανώλη, με τη ρίψη μολυσμένων πτωμάτων ή ενδυμάτων στις γραμμές του εχθρού, τακτική που αναφέρεται πως ακολούθησε ο Μιθριδάτης στην πολιορκία της Κυζίκου το 74 π.Χ.. Εξίσου γρήγορη εξάπλωση επιδημίας επιτυγχανόταν και όταν φύλαγαν σε κρύπτες και ιερά κάποια θανατηφόρα μικρόβια τα οποία εξαπέλυαν σε περίπτωση ανάγκης.
Και σε λαούς εκ διαμέτρου αντίθετης κουλτούρας όμως, η χρήση μαζικών όπλων καταστροφής δεν ήταν άγνωστη με τους Μάγια, που γνώριζαν και δεν δίσταζαν να θέσουν στην υπηρεσία τους πολλά και επικίνδυνα δηλητήρια αλλά και τους πολέμαρχους στις Ινδίες που είχαν τελειοποιήσει τα όπλα από δηλητήρια ζώων. Αξίζει να αναφέρουμε πως η εξειδίκευση τους ήταν τέτοια, που ήξεραν ακριβώς ποιο φίδι ή αρθρόποδο να χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν αργό και βασανιστικό, ή γρήγορο και αιφνίδιο θάνατο. Οι αρχαίοι Κινέζοι, από την άλλη, είχαν εντρυφήσει στα τοξικά αέρια που παρέλυαν τον εχθρό, ενώ έφτιαχναν και κάποιες «βόμβες» αντίστοιχες με τα σημερινά «δακρυγόνα» όπου έριχναν στον αντίπαλο καυτερό κόκκινο πιπέρι σε ριζόχαρτο.
Πολύ μεταγενέστερα από όλα τα παραπάνω, την εποχή του Μεσαίωνα, κατά πως φαίνεται τέτοιες τακτικές δεν είχαν εγκαταλειφθεί ακόμη, ενώ λέγεται πως η επιδημία βουβωνικής πανώλης που ξέσπασε στην Ευρώπη, ο «Μαύρος Θάνατος» όπως την αποκαλούσαν, ξεκίνησε από τον πολιορκία της Κριμαϊκής πόλης Κάφα από τους Τατάρους το 1346 μ.Χ. κατά την οποία εκσφενδόνιζαν πτώματα με τη βοήθεια καταπελτών.