ΜεταΘεοί: Έκθεση του Αλέξανδρου Γεωργίου με φωτογραφίες από τα δύο τελευταία προσκηνυματικά ταξίδια του στην Ινδία
Δημοσίευση 4/11/2016 | 00:25
Εγκαίνια: 10 Νοεμβρίου, στις 20:00
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή
11:00 – 19:00
Γενική είσοδος: 9€
Μειωμένο: 7€
«Και σκέφτηκα εσένα, όπως πάντα, και ένιωσα ότι μπορούσα να περάσω τέσσερις ημέρες σε ένα παγκάκι μαζί σου και πάλι δεν θα ήταν αρκετός ο χρόνος για να ακούσω όλες τις ιστορίες που έχεις να πεις – θέλω κυριολεκτικά να ξέρω τα πάντα που έχεις ποτέ δει και τι αισθανόσουν ενώ τα έβλεπες. Και θα είμαι πολύ καλύτερα όλη μου τη ζωή αν γνωρίζω αυτά τα πράγματα».
– Lena Dunham στον Jack Antonoff – Σκεφτόμαστε Μόνοι (Miranda July, Email Project, 2013)
Τα τελευταία χρόνια το καλλιτεχνικό έργο του Αλέξανδρου Γεωργίου είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το ταξίδι, την περιήγηση, την περιπλάνηση και την παρατήρηση αποτελώντας για τον ίδιο αστείρευτη πηγή έμπνευσης για ένα έργο – πλούσιο και ευφάνταστο – τόσο εικαστικό όσο και λογοτεχνικό καθώς συνίσταται στη δημιουργία εικόνων και τη συγγραφή κειμένων.
Ο Γεωργίου βιώνει το ταξίδι με ένα μοναδικό και πολύ προσωπικό τρόπο αφιερώνοντας τον εαυτό του στον τόπο που επισκέπτεται, αφήνοντας τον τόπο να τον απορροφήσει εντελώς. Ταξιδεύει με τα φτηνότερα μέσα, συνήθως λεωφορεία ή τρένα, μένει στα οικονομικότερα δωμάτια, περπατάει πολύ και γίνεται στην κυριολεξία ένα με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τα ταξίδια του καλλιτέχνη δεν είναι σύντομα, τους αφιερώνει ουσιαστικό χρόνο, έτσι το έργο του είναι αποτέλεσμα αποκόμισης εμπειριών: γνωρίζει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, βλέπει, μελετάει, ακούει, μιλάει, μυρίζει διαβάζει, δοκιμάζει, ακουμπάει – αφουγκράζεται και βιώνει με όλες του τις αισθήσεις το περιβάλλον που βρίσκεται, αποκτώντας πολύτιμες γνώσεις που μεταπλάθονται σε έναν τόσο πλούσιο και εύφορο ψυχικό και καλλιτεχνικό κόσμο – άλλοτε ευαίσθητο και τρυφερό, άλλοτε αυθόρμητο και εξομολογητικό, άλλοτε σκληρό και ειλικρινή που δύσκολα αφήνει τον θεατή ασυγκίνητο ή αδιάφορο.
Σε αυτές τις διαδρομές και τις αναζητήσεις ο Αλέξανδρος Γεωργίου δεν είναι μόνος, μαζί του «συνταξιδεύουν» αρκετοί συλλέκτες και φίλοι του οι οποίοι υποστηρίζουν το έργο του και λαμβάνουν καθημερινά μέσω ταχυδρομείου, το υλικό που μαζεύει και δημιουργεί καθοδόν: χειροποίητες κάρτες, φωτογραφίες πάνω στις οποίες επεμβαίνει ο ίδιος, επιζωγραφισμένες ασπρόμαυρες φωτοτυπίες, CD με μουσική, DVD με ταινίες ή αυτοσχέδια βιντεάκια, βιβλία, μικροαντικείμενα, κοσμήματα, ποιήματα, σουβενίρ – χωρίς ποτέ να κρατάει αντίγραφα για τον εαυτό του.
Το υλικό αυτό συνοδεύεται από κείμενα γεμάτα από τις προσωπικές του περιπέτειες, την καθημερινότητα του, σκέψεις και συναισθήματα, κάνοντας τους παραλήπτες να τον ακολουθούν πνευματικά στο ταξίδι του σε πραγματικό χρόνο. Ο Γεωργίου σαν παρατηρητής, τολμηρός και αφοπλιστικά ειλικρινής, περιγράφει κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, ήθη και έθιμα, θρησκευτικές παραδόσεις αιώνων και πώς λειτουργούν μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής ή σαν ένας σύγχρονος παραμυθάς διηγείται ιστορίες με πραγματικά πρόσωπα, Ινδουιστικές θεότητες και επικούς ήρωες από τη Μαχαμπαράτα και τη Ραμαγιάνα – παραθέτοντας αποσπάσματα από τα αγαπημένα του λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα, ιστορικά και ιερά κείμενα.
Άλλοτε με ειρωνική διάθεση, χιούμορ ή αγωνία αναφέρεται στις καταλυτικές επιδράσεις της Δύσης και παρατηρεί με αγάπη και ενδιαφέρον τους πάντες και τα πάντα που κινούνται ασταμάτητα γύρω του. Ο Αλέξανδρος Γεωργίου μέσα από τη δική του εικαστική ματιά μάς καλεί να παρατηρήσουμε αυτό που παρατηρεί και εμπνέει τον ίδιο: το παραπεταμένο, το εφήμερο, το μοναχικό – μικρές στιγμιαίες λεπτομέρειες ανάμεσα στην καθημερινότητα και τη ζωή, που αφήνουμε να προσπεράσουν.
Στην έκθεση με τίτλο «μεταΘεοί» στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης παρουσιάζεται το έργο από τα δύο τελευταία προσκηνυματικά ταξίδια του Αλέξανδρου Γεωργίου στην Ινδία. Το Chardham ξεκίνησε τον Απρίλιο και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2014 και το Maha Shakti Peetha ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2015 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2016.
Το Chardham ήταν ένα μακρύ ταξίδι, στο οποίο ταξίδεψε με την τοπική συγκοινωνία, με λεωφορεία και τρένα. Ταξίδι δύσκολο και επίπονο για το σώμα αλλά με μοναδικές στιγμές για το πνεύμα. Ήταν ένα προσκύνημα στις τέσσερις γωνιές της Ινδίας – στους τέσσερις ναούς που αντιπροσωπεύουν τα σημεία του ορίζοντα και είναι αφιερωμένοι στον Lord Vishnu. Kάθε ένας από αυτούς αντιπροσωπεύει μια διαφορετική εποχή της ανθρωπότητας, μια διαφορετική «Yuga»:
– Στην πρώτη Yuga (Satya), οι άνθρωποι ήταν επουσιώδη πλάσματα του πνεύματος και αντιπροσωπεύεται από τον ναό στη Badrinath στο Βορρά. Ο Vishnu έμεινε εκεί σε στάση διαλογισμού για εκατομμύρια χρόνια, προκειμένου να ανακτήσει τις πνευματικές του δυνάμεις.
– Στη δεύτερη Yuga (Treta) ο Lord Vishnu γεννήθηκε ως Rama και πήρε πίσω τη σύζυγό του Sita από τον Ravana που την είχε απαγάγει (Ramayana) και αντιπροσωπεύεται από το ναό του Rameswaram προς το Νότο.
– Στην τρίτη Yuga (Dwapar), η χρονιά του έπους Mahabharata, εκπροσωπείται από τον ναό της Dwarka προς τη Δύση. Ο Lord Vishnu γεννιέται στη γη ως Krishna και καταφέρνει μέσα από λεπτούς χειρισμούς να ξεκινήσει και να εξελιχθεί ο πόλεμος που αφηγείται η Mahabharata.
Και τέλος η εποχής μας, η τέταρτη Yuga (Kali), η οποία είναι η λιγότερο πνευματική εποχή, εκπροσωπείται από το ναό του Jagannath στο Puri προς την Ανατολή.
Οι τέσσερις ναοί συνδέονται σε ένα ενιαίο προσκύνημα ζωής που ξεκίνησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Ο καλλιτέχνης επιστρέφει στην Ινδία τον Νοέμβριο του 2015 για το Maha Shakti Peetha(Προσκύνημα στη Μεγάλη Θεά), ένα προσκύνημα στους 18 σημαντικότερους ναούς – από τους 51- που είναι αφιερωμένοι στη θεά Sati. Η ιστορία λέει ότι Sati, η πρώτη σύζυγος του Lord Siva, ήταν η κόρη του βασιλιά Daksha που αποδοκίμασε απερίφραστα τον Siva. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο Siva δεν είχε περιουσία ή σπίτι, έκανε διαλογισμό και περιπλανιόταν ασκόπως στη γη. Ένιωσε ότι η κόρη του άξιζε καλύτερη τύχη. Αποφάσισε να προσβάλει τον Siva δημόσια και κάλεσε όλους τους θεούς για μια σημαντική θυσία αφήνοντας μόνο τον Siva και τη Sati έξω. Η Sati εξοργισμένη αποφάσισε να πάει μόνη της, αν και o Siva προσπάθησε να την μεταπείσει. Η Sati έφτασε στο παλάτι του πατέρα της, ο οποίος μπροστά σε όλους τους υπόλοιπους Θεούς την προσέβαλλε και την ταπείνωσε. Ανίκανη να ελέγξει το θυμό της, είπε στον πατέρα της ότι δεν ήθελε να είναι η κόρη κάποιου που δεν αναγνώριζε ούτε την αξία του Siva, ούτε τις δικές της πνευματικές δυνάμεις. Κάλεσε λοιπόν τη φωτιά στο σώμα της και έκαψε τον εαυτό της.
Ο Siva εξοργισμένος με ό, τι συνέβη πέταξε στη σκηνή και αφού τιμώρησε τον Daksha, πήρε το σώμα της Sati που καιγόταν, να το επιστρέψει στα Ιμαλάια.
Όπως πετούσε πάνω από την Ινδία, το σώμα της Sati έσπασε σε 51 κομμάτια που έπεσαν στη γη. Όπου έχει πέσει κομμάτι του σώματός της υπάρχει ένας ναός που χτίστηκε αφιερωμένος στη θεά (από τα μάτια και τις βλεφαρίδες της μέχρι τον κόλπο της που έπεσε μέσα σε μια σπηλιά ενός βουνού – τώρα το βουνό έχει περίοδο κάθε χρόνο). Ο Γεωργίου ακολούθησε το Maha Shakti Peetha σε διάστημα έξι μηνών και δημιούργήσε έργα εμπνευσμένα από τους ναούς και την πραγματικότητα και την δυναμική της καθημερινής ζωής γύρω τους.
Ο τίτλος της έκθεσης «μεταΘεοί» επιλέχτηκε γιατί οι θεοί που ο Αλέξανδρος Γεωργίου επισκέφθηκε και προσκύνησε στην Ινδία παραμένουν ζωντανοί και σύγχρονοι. Κινούνται στο τώρα και ταυτόχρονα στέκονται αιώνιοι. Παρόλη την άγνοια του δυτικού κόσμου που δεν τους γνωρίζει καθόλου και παρόλο που ακόμα και οι ίδιοι οι δυτικότροπα μορφωμένοι Ινδοί δεν τους γνωρίζουν πλέον, οι θεοί αυτοί υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν για πάντα.
Το έργο του καλλιτέχνη είναι σε ένα συνεχόμενο, ανοιχτό διάλογο με τον θεατή. Τον καλεί να κοιτάξει όχι μόνο με τα μάτια αλλά βασικά με την καρδιά, να σκεφτεί και να παρατηρήσει, να αισθανθεί και να επικοινωνήσει.
Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης έχει σαν εφαλτήριο αυτόν ακριβώς τον διάλογο αφού έργα του θα τοποθετηθούν σε όλες τις αίθουσες και σε όλους τους χώρους του Μουσείου ακόμα και ανάμεσα σε κάποια μόνιμα εκθέματα, καλώντας τον επισκέπτη σε μία περιπέτεια ανακάλυψης «του εύθραυστου και απόκρυφου κόσμου που βρίσκεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία του καλλιτέχνη»