Ο δολοφόνος που κυνηγούσε τα θύματά του σαν θηράματα
Όταν η διαστροφή ξεπερνάει κάθε φαντασία
Δημοσίευση 30/11/2016 | 00:11
Το θρίλερ «Naked fear», έκανε χιλιάδες θεατές να χάσουν τον ύπνο τους. Βασίζεται σε αληθινή ιστορία, και αποδεικνύει πως τα καλύτερα σενάρια, τα γράφει η ίδια η ζωή.
Ο Ρόμπερτ Χάνσεν, ένας καθημερινός, πέρα από κάθε υποψία, φούρναρης ήταν ο δράστης 17 δολοφονιών και 30 βιασμών. Κανείς στη τοπική κοινωνία, που ζούσε, δεν υποπτευόταν τη νοσηρή του δράση.
Ο Ρόμπερτ Χάνσεν θεωρείται, ένας από τους πιο ανατριχιαστικούς serial killer, λόγω του τρόπου που σκότωνε τα θύματα του.
Αφού απήγαγε γυναίκες, που κυρίως ήταν χορεύτριες σε νυχτερινά μαγαζιά διασκέδασης, ή ιερόδουλες, τις άφηνε γυμνές στο δάσος, και τις κυνηγούσε, σαν θηράματα, με τόξο και κυνηγετικές καραμπίνες.
Μια μικρή καλύβα, στο δάσος, ήταν το μέρος που διέπραξε τα εγκλήματά του. Με πρόσχημα, ότι είναι πολύ πλούσιος, έπειθε τις νεαρές κοπέλες, τις οδηγούσε στη καλύβα, και αφού τις βίαζε και τις κακοποιούσε, τις άφηνε ελεύθερες, δίνοντας τους την ελπίδα ότι έχουν γλυτώσει τα χειρότερα. Εκεί, ξεκινούσε η διαστροφική του συμπεριφορά, που άφησε άφωνους, τους αστυνομικούς.
Μόλις τα θύματα, το έσκαγαν από τη καλύβα, εξοπλιζόταν με τη στολή κυνηγού και τα όπλα του, και τις καταδίωκε. Τις σκότωνε, σαν να ήταν άγρια ζώα. Του προκαλούσε ηδονή, να βλέπει το φόβο στα μάτια τους.
Ο Ρόμπερτ Χάνσεν, μισούσε τις γυναίκες, επειδή κατά την εφηβική του ηλικία, τα κορίτσια του σχολείου τον πειράζαν, λόγω της εκτεταμένης ακμής, που εμφάνισε.
Σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε για πρώτη φορά, αλλά ο γάμος του έληξε έπειτα από ένα χρόνο.
Έξι χρόνια αργότερα, γνωρίστηκε με μια κοπέλα ινδιάνικης καταγωγής και μετακόμισαν στο Ανκορέιτζ της Αλάσκα. Ο Χάνσεν άνοιξε φούρνο, απέκτησε δύο παιδιά και όλα έδειχναν πως έκανε μια νέα αρχή στη ζωή του. Έκανε μαθήματα πιλότου, αγόρασε δικό του αεροπλάνο και στον ελεύθερο του χρόνο επιδιδόταν στο κυνήγι. Συνήθιζε να κυνηγά πρόβατα, λύκους και αρκούδες και έγινε γνωστός κυνηγός της περιοχής.
Ο Ρόμπερτ συνελήφθη δύο φορές, και αφέθηκε ελεύθερος. Τη πρώτη φορά είχε απαγάγει και βιάσει, μια νοικοκυρά κοντά στο σπίτι του. Αφέθηκε ελεύθερος, λόγω πρότερου έντιμου βίου.
Τη δεύτερη φορά, απήγαγε μια 17χρονη ιέροδουλη, και αφού τη βίασε, την έδεσε και τη άφησε να στο δάσος. Το θύμα, ήταν από τις ελάχιστες που διέφυγαν, κατήγγειλε το περιστατικό, αλλά η αστυνομία, αδιαφόρησε λόγω του επαγγέλματός της.
Τελικά τη λύση, έδωσε το ποτάμι του δάσους. Τα πτώματα που έριχνε στο ποτάμι, βγήκαν στην ακτή, βρέθηκαν από Ινδιάνους της περιοχής και ειδοποιήθηκε η Αστυνομία. Τότε συνέδεσαν τα θύματα, με την απαγωγή και έκαναν έρευνα στο σπίτι του. Βρήκαν κοσμήματα, που αφαιρούσε, από τα θύματά του, και αναγκάστηκε να ομολογήσει.
Καταδικάστηκε σε 461 χρόνια φυλάκιση. Πέθανε σε ηλικία 75 ετών, μέσα στη φυλακή.