Κρατούσε τον εραστή της κρυμμένο στην σοφίτα για 10 χρόνια κρυφά απ` τον άνδρα της
Ένα από τα πιο παράξενα εpωτικά σκάνδαλα που έγιναν ποτέ
Δημοσίευση 24/2/2017 | 10:33
Τον Απρίλιο του 1930, οι Los Angeles Times ξεκίνησαν να δημοσιεύουν μια σειρά από συγκλονιστικά άρθρα, αποκαλύπτοντας τις λεπτομέρειες ενός εpωτικού εγκλήματος το οποίο έκρυβε πίσω του μια απίστευτη ιστορία.
Στην πολύκροτη υπόθεση (μια από τις πιο παράξενες που είχε αντιμετωπίσει ως τότε η τοπική αστυνομία) εμπλεκόταν μια μοιραία γυναίκα, ονόματι Ντόλι Όστεραϊχ, ο κάπως αφελής σύζυγός της και ο εpαστής της, ένας νεαρός άνδρας διατεθειμένος να κάνει απίστευτες θυσίες για να είναι με την καλή του.
Μία από αυτές - ίσως η πιο συγκλονιστική - ήταν το γεγονός ότι δέχτηκε να περάσει 10 ολόκληρα χρόνια στη σοφίτα του σπιτιού της, ώστε να μπορεί να τη συναντά κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του άνδρα της.
Γεννηθείσα το 1880, η Βαλμπούργκα «Ντόλι» Όστεραϊχ ήταν Γερμανίδα μετανάστρια δεύτερης γενιάς, η οποία μεγάλωσε σε μια φτωχική φάρμα στα Μεσοδυτικά των ΗΠΑ. Πριν ακόμα κλείσει τα 20, παντρεύτηκε τον Φρεντ Όστεραϊχ, έναν πλούσιο εργοστασιάρχη.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο σπίτι στο Μιλγουόκι, ωστόσο η συζυγική τους ζωή είχε αρκετά προβλήματα. Ο Φρεντ έπινε αρκετά και η Ντόλι ήταν σeξουαλικά ανικανοποίητη. «Οι ορέξεις της θα προσέλκυαν αρκετούς εpαστές στη ζωή της, και θα οδηγούσαν έναν από αυτούς στον θάνατο», έγραφαν τότε οι LA Times.
Μια φθινοπωρινή μέρα του 1913, η Ντόλι ζήτησε από τον Φρεντ να στείλει σπίτι έναν από τους εργάτες του για να επισκευάσει τη χαλασμένη ραπτομηχανή της. Όταν κατέφθασε από το εργοστάσιο ο 17χρονος Ότο Σανχούμπερ, η 33χρονη τότε γυναίκα άνοιξε φορώντας μια μεταξωτή ρόμπα, δικτυωτές κάλτσες και τίποτε άλλο.
Αυτή η μοιραία συνάντηση ήταν και το ξεκίνημα ενός θυελλώδους δεσμού που έμελλε να κρατήσει πολλά χρόνια και να καταλήξει με ένα αιματηρό έγκλημα πάθους.
Στο ξεκίνημα της σχέσης τους, η Ντόλι και ο Ότο συναντιούνταν σε ξενοδοχεία. Σύντομα, ωστόσο, αποφάσισαν για λόγους ευκολίας να αρχίσουν να συναντιούνται στο σπίτι της παντρεμένης γυναίκας. Το αποτέλεσμα ήταν η γειτονιά να αρχίσει να συζητάει τα «σούρτα φέρτα» του άγνωστου νεαρού στο σπίτι της 33χρονης, ιδίως τις ώρες που ο σύζυγός της έλειπε από το σπίτι.
Παρά τις αρχικές της απόπειρες να πείσει τους γείτονες ότι ο 17χρονος ήταν ο μικρός αδερφός της, η Ντόλι κατάλαβε σύντομα ότι δεν θα ήταν δυνατό να τους ρίχνει για καιρό στάχτη στα μάτια. Έτσι συνέλαβε ένα σχέδιο το οποίο, αν και φαινομενικά αδύνατο, θα υλοποιούσε με απόλυτη επιτυχία την επόμενη δεκαετία.
Ο νεαρός Σανχούμπερ παραιτήθηκε από τη δουλειά του και μετακόμισε στη σοφίτα του ζευγαριού. Ο Φρεντ δεν ανέβαινε ποτέ εκεί πάνω και έτσι το ζευγάρι μπορούσε να ζει τον έpωτά του ανενόχλητο. Το μόνο πρόβλημα ήταν, φυσικά, ότι ο νεαρός εpαστής της Ντόλι ζούσε σαν ερημίτης, χωρίς να μιλά σε κανέναν άλλο παρά μόνο με την αγαπημένη του. Τις ώρες που δεν περίμενε να ανοίξει η πόρτα της σοφίτας, προσπαθούσε να απασχοληθεί γράφοντας ιστορίες τρόμου με ψευδώνυμο, τις οποίες μάλιστα είχαν δημοσιεύσει και κάποια έντυπα της εποχής.
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η παράξενη αυτή συμφωνία συμβίωσης κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια, ακόμα κι όταν το ζευγάρι μετακόμισε. Η αδίστακτη Ντόλι έστειλε τον εpαστή της να εγκατασταθεί στο νέο τους σπίτι - το οποίο επέλεξε ξανά με σοφίτα - και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε εκεί με τον σύζυγό της.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Φρεντ Όστεραϊχ είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι κάτι πάει πολύ στραβά, και οι άγριοι καυγάδες με τη γυναίκα του είχαν εξελιχθεί σε καθημερινή υπόθεση.
Κατά τη διάρκεια ενός από αυτούς τους άγριους καυγάδες γράφτηκε και ο επίλογος αυτής της απίστευτης ιστορίας. Βέβαιος ότι ο Όστεραϊχ είχε καταλάβει τα πάντα και επρόκειτο να βλάψει την αγαπημένη του, ο Ότο βγήκε από τη σοφίτα κρατώντας ένα όπλο και, στη συμπλοκή που ακολούθησε, πυροβόλησε και σκότωσε τον σύζυγο της Ντόλι.
Με εντυπωσιακή ψυχραιμία, το ζευγάρι έκανε τον τόπο του εγκλήματος να μοιάζει με ληστεία και έτσι κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη για πολλά χρόνια.
Μέχρι να βρεθούν στην κατοχή της γυναίκας μερικά από τα υποτιθέμενα κλοπιμαία και έτσι να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, πολλά χρόνια αργότερα, κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί.
Ακόμα και όταν βρέθηκαν όμως αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη, τόσο ο Ότο όσο και η Ντόλι απαλλάχτηκαν των κατηγοριών, αφού το αδίκημά τους είχε πλέον παραγραφεί.