«Κατάλαβε με. Δεν είμαι σαν τον συνηθισμένο κόσμο. Έχω την τρέλα μου, ζω σε μια άλλη διάσταση και δεν έχω χρόνο για πράγματα που δεν έχουν ψυχή». Ναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ζούσε σε μια άλλη διάσταση. Όλες οι ιδιοφυίες άλλωστε, δεν ζουν απαραίτητα μαζί μας, αν και περπατούν, τρώνε, πίνουν και χeζουν με τον ίδιο τρόπο στα ίδια λημέρια με τους υπόλοιπους.
Ο Μπουκόφσκι επιδίωξε όμως να μην είναι σαν τους άλλους. Δεν ήθελε. Θεωρούσε το πλήθος κάτι εντελώς περιττό. Του άρεσε η μοναδικότητα του. Και ποτέ δεν ακολούθησε τίποτα που να είναι στην μόδα ή που να το επιτάσσει το σύνολο. «Όπου κι αν πάει το πλήθος, τρέξε προς την αντίθετη πλευρά. Κάνουν πάντα λάθος».
@burlingtonwritersworkshop.com
Η αποστροφή του για τους ανθρώπους, όχι όλους, ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, όταν ο πατέρας του γυρνούσε στο σπίτι και ξεσπούσε πάνω του. Έπαιρνε την ζώνη και τον χτυπούσε αλύπητα. Ο μικρός Χένρι (Χενρι Τσαρλς το όνομά του) τον μίσησε. Ο πατέρας του πίστευε πως δεν θα γίνει ποτέ χρήσιμο εργαλείο στην κοινωνία. Να έχει μια πρωινή δουλειά με ωράριο, να κάνει οικογένεια και να είναι περισσότερο σοβαροφανής από σοβαρός.
Ο Μπουκόφσκι το μισούσε αυτό. Μάλλον προσπάθησε να μοιάσει όσο λιγότερο μπορούσε στον πατέρα του. Και γι’ αυτό επέλεξε το αγαπημένο του περιθώριο. Στην εφηβεία του, αφού έπαθε την χειρότερη μορφή ακμής που θα μπορούσε να πάθει κάποιος, ανακάλυψε το αλκοόλ. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Τοστ Ζαμπόν», ήταν το μοναδικό πράγμα που του έδωσε κουράγιο. Που του έμαθε να βλέπει την ζωή με διαφορετικό μάτι. Όπως ήταν...
@buzzfeed.com
Δεν έπιασε ποτέ του δουλειά με αυστηρό πρωινό ωράριο, εκτός από την δουλειά στο ταχυδρομείο, την οποία μισούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. «Πως στο διάολο ένας άνθρωπος μπορεί να ευχαριστιέται το να σηκώνεται στις 6.30 η ώρα το πρωί από ένα επίμονο ξυπνητήρι, να πηδάει από το κρεβάτι, να βιάζεται να ντυθεί, να τρώει γρήγορα, να κατουράει γρήγορα, να παλεύει με την κίνηση στον δρόμο, για να φτάσει σε ένα μέρος που θα κερδίσει λεφτά για κάποιον άλλον και να είναι και ευγνώμων για την ευκαιρία αυτή που του δίνεται;». Μήπως έχει άδικο;
Όταν τις έτρωγε από τον πατέρα του έβρισκε παρηγοριά στα βιβλία και ξενυχτούσε στην δημοτική βιβλιοθήκη. Κι εκεί ακόμα ήταν αντικομφορμιστής. Δεν του άρεσαν καθόλου οι αναγνωρισμένοι συγγραφείς. Αγαπημένος του συγγραφέας ήταν ο άσημος John Fante τον οποίο και γνώρισε αργότερα στην ζωή του. Θαύμαζε τον Σελίν αλλά τον θεωρούσε και δειλό.
Όταν μια μέρα ο πατέρας του βρήκε τα γραπτά του έφριξε και τα πέταξε στον κήπο. Η μητέρα του δεν τον υποστήριζε. Σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι. Προσπάθησε να σπουδάσει δημοσιογραφία αλλά τα παράτησε. Έγραψε και έκανε τις πρώτες του δημοσιεύσεις. Αλλά μετά τα παράτησε. Γύρισε ολόκληρη την Αμερική περνώντας πολύ χρόνο στην ανατολική ακτή. Την μίσησε κι αυτή. Και επέστρεψε στο αγαπημένο του Λος Άντζελες.
@discoverlosangeles.com
Είχε μετακομίσει εκεί με την οικογένειά του όταν ήταν δυο χρονών, αφού γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας. Η μητέρα του ήταν Γερμανίδα ενώ ο πατέρας του ήταν Πολωνο – Αμερικανός, που είχε ξεμείνει στην Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έκανε διάφορες δουλειές. Του ποδαριού. Μέχρι και τα κείμενα για διαφημιστικά φυλλάδια ενός ποpνείου έγραψε. Για μια δεκαετία έπινε χωρίς να υπάρχει αύριο. Μέχρι που μπήκε στο νοσοκομείο απόρων με διάτρηση στομάχου. Σώθηκε την τελευταία στιγμή. Οι γιατροί του είπαν να μην πίνει και εκείνος τους άκουσε. Για λίγες μέρες. Δοκίμασε να βάλει λίγο αλκοόλ στο γάλα. Δεν έπαθε τίποτα. Και έτσι συνέχισε να πίνει. «Όταν έπινες, ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί έξω, τουλάχιστον όμως δεν σε είχε τσακωμένο από το λαιμό». Ο Μπουκόφσκι ίσως ήταν από τους λίγους ανθρώπους που έπινε για να συνεχίσει να ζει και όχι το αντίστροφο.
Δούλεψε στο ταχυδρομείο για περισσότερο από μια δεκαετία. Συγχρόνως, έγραφε σε μια στήλη της περιθωριακής εφημερίδας «Open City». Η στήλη είχε τίτλο «Το ημερολόγιο ενός ποpνόγερου». Εκεί τον διάβασε ο John Martin ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Black Sparrow Press. Του πρότεινε το 1969 να του δίνει 100 δολάρια τον μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, που τότε έφταναν ίσα ίσα για ενοίκιο και τις υπόλοιπες ανάγκες του (αργότερα φυσικά έγιναν πολλά περισσότερα) για να παρατήσει την δουλειά που σιχαινόταν και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Άγιος άνθρωπος. Και ο Μπουκόφσκι δεν τον απογοήτευσε. Σε λιγότερο από ένα μήνα είχε έτοιμο το πρώτο του βιβλίο, το «Ταχυδρομείο».
Στην πατρίδα του, τουλάχιστον σε εκείνη που γεννήθηκε, στην Γερμανία και γενικότερα στην Ευρώπη, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Στην άλλη πατρίδα του, σε εκείνη που ζούσε, στις ΗΠΑ, πολύ πολύ αργότερα. Μάλλον τότε το κοινό των ΗΠΑ δεν ήθελε να επιβραβεύσει ανθρώπους του περιθωρίου. Ενός βέβαια περιθωρίου που ζούσε στην διπλανή πόρτα.
@youtube.com
Ο Μπουκόφσκι είχε όμως αρκετούς φανατικούς θαυμαστές. Γνώρισε πολλές γυναίκες, απέκτησε μια κόρη από τον πρώτο του γάμο, και εκτός από τα βιβλία, έκανε αναγνώσεις των ποιημάτων του, όπου μεθούσε και τσακωνόταν με το ακροατήριο. Το λάτρευε. Δεν το έκανε κατά λάθος. Αλλά επίτηδες. Είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ένας συγγραφέας που δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχαστεί.
Έγραψε αμέτρητα ποιήματα, ως ποιητής άλλωστε συστηνόταν, εκατοντάδες διηγήματα και έξι νουβέλες. Εκτός από το «Ταχυδρομείο» και το «Τοστ Ζαμπόν», έγραψε τα «Γυναίκες», «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές», «Χόλυγουντ» και το «Αστυνομικό», που εκδόθηκε λίγους μήνες πριν πεθάνει. Εκτός από το τελευταίο, σε όλα τα άλλα πρωταγωνιστής είναι το alter ego του, ο Χένρι Tσινάσκι, όπου εξιστορεί πραγματικές του περιπέτειες εμπλουτισμένες με λίγο από την αστείρευτη φαντασία του.
@twitter.com/OldCinemas/
Παντρεύτηκε δεύτερη φορά, με την Λίντα Λι Μπουκόφσκι, με την γυναίκα που «του έδωσε δέκα χρόνια ζωής», όπως είπε. Πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994, σε ηλικία 74 ετών από λευχαιμία.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι ο νονός του «βρώμικου ρεαλισμού». Δεν ήθελε να τον συγχέουν με το κίνημα των Μπίτνικ, ούτε να του φορούν ταμπέλες. Ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους. Ανθρώπους του περιθωρίου, συγγραφείς, αντικοινωνικούς, αλήτες, καλλιτέχνες, πλούσιους και φτωχούς. Ο τρόπος που περιέγραφε και ζούσε τα πράγματα υπάρχουν σε ένα κομμάτι του καθένα μας. Θα θέλαμε αλλά δεν έχουμε τα κότσια του. Ο Μπουκόφσκι είχε πολλά χαρίσματα. Αλλά ένα ήταν το μεγαλύτερο: δεν φοβήθηκε ποτέ να γράψει αυτό που έβλεπε γύρω του. Δεν προσπάθησε ποτέ να το ωραιοποιήσει. Μας το σέρβιρε αυτούσιο. Ωμό, ντυμένο με τις αλήθειες του δρόμου, των ανθρώπων του ιπποδρόμου, του περιθωρίου, που κάθονταν σαν «μύγες» στα μπαρ του Λος Άντζελες και έπιναν ασταμάτητα, ελπίζοντας πως η επόμενη μέρα δεν θα ξημερώσει...
«Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά την καταλαβαίνεις όταν την δεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεσαι όμορφά, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά ή μαζί της»...
Πέτρος Καλογεράς