Δεν μπορεί να μην τον γνωρίζεις τον συγκεκριμένο Κύριο. Ναι, με «κάπα» κεφαλαίο. Σε όποια ηλικία κι αν είσαι. Είναι ολονών μας, είναι για όλες τις ηλικίες, για όλους τους ανθρώπους. Νέους, γέρους, χαρούμενους, λυπημένους, πρόσχαρους, γκρινιάρηδες. Κι αυτός κάπως έτσι ήταν. Δηλαδή, πολλά πράγματα μαζί συγκρούονταν μέσα του. Ήταν κοινωνικός αλλά και μοναχικός, γυναικάς και εργένης, κωμικός αλλά και μελαγχολικός. Η ιστορία δεν του έδωσε την ανταμοιβή που άξιζε στο ταλέντο του. Όμως του αναγνωρίστηκε. Στα γεράματα.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο «Νιόνιος» του ελληνικού κινηματογράφου από το Διακοφτό, δεν ήταν ούτε απλά ένας «καλός» κακός του σινεμά, ούτε ένας απλός κωμικός. Ήταν ένας άνθρωπος που εξύψωνε την τέχνη του ηθοποιού. Που την έκανε να έχει σημασία, νόημα. Μόνο όταν ένας ηθοποιός μπορεί την μια στιγμή να σε κάνει να κλάψεις και την άλλη να γελάσεις, μόνο τότε μπορεί να θεωρείται μεγάλος. Και ο Παπαγιαννόπουλος ήταν.
Γεννήθηκε το 1912. Και αυτό , όπως και άλλες πληροφορίες της ζωής του, της έδωσε μέσα από τις ταινίες του.
Δείτε από το 5:07 και μετά
Είδε μια παράσταση που ήταν έτοιμη να ματαιωθεί και τότε αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Σχεδόν όλα τα πράγματα στην ζωή γίνονται για κάποιον λόγο. Σε εκείνη την παράσταση με τους λιγοστούς θεατές, το ελληνικό θέατρο και σινεμά, κέρδισε έναν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του. Έπεισε τους γονείς του να διοργανώσει τις δικές του παραστάσεις, λέγοντάς τους πως τα έσοδά τους θα πάνε υπέρ του ναού του Αγίου Τρύφωνα. Από μικρή ηλικία ήταν έξυπνος, επίμονος και ατίθασος. Υπήρξε και μεγάλος αθλητής. Έπαιζε ποδόσφαιρό μέχρι που δέχθηκε ένα χτύπημα στο σβέρκο από έναν Άγγλο ναύτη. ‘Έριχνε επίσης ακόντιο (κι αυτό μας το είπε ο ίδιος βέβαια στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», μετά το χαστούκι στην «Πάστα Φλώρα») και χόρευε τσάμικο.
Είπε στο ιερέα του Αγίου Τρύφωνα να πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να σπουδάσει στο ιεροδιδασκαλείο στην Αθήνα. Τα κατάφερε να έρθει στην πρωτεύουσα, αλλά αντ’ αυτού σπούδασε στο Εθνικό Θέατρο, απ΄ όπου αποφοίτησε με άριστα. Ο Αιμίλιος Βέακης τότε έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του. Εκείνοι χάρηκαν, γιατί νόμιζαν πως ήταν ο διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου. Μόλις όμως έμαθαν την αλήθεια, του φέρθηκαν σχεδόν απαξιωτικά, σαν έναν «θεατρίνο» της πλάκας.
Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο με το βαθμό του Λοχία. Επέστρεψε και πήρε μικρά ρολάκια στο θέατρο. Όσο περνούσε ο καιρός έπαιρνε μεγαλύτερους ρόλους. Στο σινεμά, έγινε αρχικά γνωστός σε ρόλους που έκανε τον «κακό». Βέβαια, όταν άρχισε να πρωταγωνιστεί σε κωμικούς ρόλους, τότε όλοι ξέχασαν το παρελθόν.
Ε, λοιπόν, στον ελληνικό κινηματογράφο υπήρξαν κακοί, μέτριοι και καλοί κωμικοί. Υπήρξαν όμως και ακόμα λιγότεροι οι οποίοι ξεχώριζαν για την φυσικότητα τους να υποδύονται έναν κωμικό ρόλο. Όσο καλοί κι αν ήταν μερικοί άλλοι, αυτοί οι 5-6 κωμικοί, δεν μπορούσαν να φταστούν ποτέ. Έπαιζαν φυσικά, σαν να έπαιζαν τον εαυτό τους. Σαν να αντιδρούσαν έτσι, να απαντούσαν έτσι και να έκαναν την συγκεκριμένη γκριμάτσα και στην πραγματικότητα. Και σε είχαν πείσει από την πρώτη στιγμή για όλα αυτά. Ένας λοιπόν από αυτούς ήταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, μαζί με άλλους μεγάλους κωμικούς, όπως ο Ντίνος Ηλιόπουλος και Βασίλης Αυλωνίτης.
Γκριμάτσες, στεντόρεια φωνή με γρέζι, ρόλοι αντιφατικοί, κι όμως ο «Νιόνιος» μπορούσε να ανταπεξέλθει παντού. Το όνομα του βρισκόταν ήδη ψηλά. Ίσως όχι τόσο όσο του άξιζε. Δεν ήθελε πολύ προσοχή. Μαγείρευε, ασχολούνταν με τα φυτά του και διάβαζε για ώρες. Ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος που όμως δεν ήταν αντικοινωνικός. Ειδικά αν τριγύρω βρισκόταν μια όμορφη κοπέλα.
Ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μάλλον γιατί θεωρούσε πως το επάγγελμα του ηθοποιού, δεν πήγαινε με την δημιουργία οικογένειας. Λάμβανε γράμματα από θαυμάστριες, με κραγιόν από φιλιά πάνω στο χαρτί, ακόμα και με γuμνές φωτογραφίες. Δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για γυναίκα. Ήταν ένας κύριος, με όλη την έννοια της λέξης. Όταν μεγάλωσε λίγο, κυκλοφορούσε με μικρότερες σε ηλικία κοπέλες, τις οποίες και σύστηνε ως ανιψιές του. Κανείς όμως δεν τον πείραξε ή δεν τον χλεύασε γι’ αυτό. Όχι γιατί τον φοβούνταν, αλλά δεν είχε δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα για την προσωπική του ζωή.
Ήταν προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η σχέση τους δεν περιοριζόταν στα τυπικά. Αλληλογραφούσαν και την περίοδο της δικτατορίας, Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος τον επισκέφτηκε αρκετές φορές στο Παρίσι. Το 1973, έπαιξε 4 διαφορετικούς ρόλους στην θρυλική παράσταση του Θίασου Καρέζη – Καζάκου, «Το μεγάλο μας Τσίρκο». Θα υποδυθεί τέσσερις διαφορετικούς ρόλους, με εκείνον του Κολοκοτρώνη να κλέβει όλη την παράσταση, αφού αρκετοί ήταν αυτοί που έρχονταν να δούνε μόνο αυτόν.
Ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε η πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση στο «Λουνα Παρκ». Εκεί, ως «Κυρ Γιώργης», έγινε ακόμα πιο γνωστός και αγαπητός, ενώ θα του αναγνωρισθεί επιτέλους και το ταλέντο του στο δράμα. Το όνομα του κόλλησε. Για εφτά χρόνια υποδύθηκε τον «Κυρ Γιώργη», σε μια σειρά που είχε τεράστια απήχηση στο κοινό.
Στα τέλη του 1983, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος θα τον επιλέξει μαζί με τον Μάνο Κατράκη να πρωταγωνιστήσουν στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα». Είναι για άλλη μια φορά καταπληκτικός. Ο Αγγελόπουλος είπε: «Μα τόσα χρόνια δεν τον βλέπανε αυτόν τον άνθρωπο και τον άφηναν να παίζει κωμωδιούλες και έργα ελαφρά...». Φυσικά, ο Παπαγιαννόπουλος απάντησε με το αστείρευτο χιούμορ του: «Τόσα χρόνια κι ο Αγγελόπουλος δεν μ’ έβλεπε...».
Πέθανε μόνος και έρημος το διαμέρισμά του στην οδό Σούτσου και Αλεξάνδρας. Τον βρήκαν Μεγάλη Τρίτη, να κείτεται νεκρός στο πάτωμα, με ανοιχτά χέρια, ανοιχτά μάτια, φορώντας μια μπλε ρόμπα. Ήταν 72 ετών. Και σίγουρα είχε πολλά ακόμα να δώσει.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές παραστάσεις και σε 136 ταινίες. Ο «Νιόνιος» μας έκανε να γελάσουμε, να κλάψουμε, να τον αντιπαθήσουμε και να τον συμπαθήσουμε μέχρι θανάτου. Αυτή ήταν η δουλειά του, να προκαλεί συναισθήματα, να σε κάνει να νομίζεις ότι είναι κάποιος άλλος από αυτό που είναι. Αν πετύχαινε να τον αντιπαθήσεις, τότε αποδείκνυε περίτρανα, πόσο μεγάλος ηθοποιός ήταν. Και το αντίστροφο φυσικά. Ο Διονύσης Παπαγιαννόιπουλος που κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ακαταμάχητη γοητεία του ως άνθρωπος, είχε κάτι που λίγοι ηθοποιοί το έχουν: είχε ένα πηγαίο πάθος που συγκινούσε. Ήξερες από την πρώτη στιγμή πως αυτός ο άνθρωπος θα προσπαθήσει να σου δώσει τον καλύτερο του εαυτό. Και αυτό έφτανε...
Η προτομή του στην ιδιαίτερή του πατρίδα, το Διακοφτό
Πέτρος Καλογεράς