Οι περίφημοι Καστράτοι, που μάγευαν με τις φωνές τους στις εκκλησίες και στις όπερες, ήταν άνδρες σοπράνο που διατήρησαν την ικανότητά τους σε υψηλή τονικότητα κάνοντας ευνουχισμό σε νεαρή ηλικία. Η φωνή τους έμοιαζε με αυτή των γυναικών, με την διαφορά πως ήταν πιο ρωμαλέα και πιο ευέλικτη.
Τι ήταν όμως οι Καστράτοι; Άνθρωποι που ήταν άπληστοι και «βίασαν» την ίδια τους την φύση για την δόξα ή θύματα της εποχής και των αποφάσεων των γονιών τους; Πρώτα απ’ όλα η λέξη «Καστράτο» στα ελληνική σημαίνει αυτό ακριβώς, ευνούχος. Αν σκεφτούμε ότι για να διατηρηθεί η υψηλή τονικότητα έπρεπε ο ευνουχισμός να γίνει στην προεφηβική ηλικία, τότε μάλλον κλείνουμε προς το δεύτερο. Τα παιδιά με όμορφές και ψηλές φωνές λοιπόν ευνουχίζονταν ώστε να μην έχουν επίδραση στην φωνή τους, οι αλλαγές στις ορμόνες κατά την εφηβική ηλικία. Κατά αυτή την περίοδο, ο λάρυγγας και οι φωνητικές χορδές μεγαλώνουν αρκετά σε μέγεθος κάνοντας την φωνή να βαθύνει κατά μια τουλάχιστον οκτάβα και να γίνει αρκετά πιο «δυσκίνητη» σε σχέση με την προεφηβική ηλικία. Με τον ευνουχισμό, οι Καστράτοι διατηρούσαν την φωνή τους με την φυσική όμως ορμονική εξέλιξή τους να ακυρώνεται. Έτσι, τον καιρό που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απαγόρευε στις γυναίκες να ακούγονται στην εκκλησία, οι Καστράτοι έπαιρναν την θέση τους, αποτελώντας ένα φαινόμενο ανθρώπων που είναι οι συνεχιστές των ευνούχων των βασιλικών αυλών και στέκονται ανάμεσα σε δυο φύσεις, την αντρική και την γυναικεία, ενώ δεν μετέχουν σε καμία από αυτές.
Η εμφάνισή τους τον 16ο αιώνα αρχικά προκάλεσε αμηχανία που σιγά σιγά όμως μετατράπηκε σε θαυμασμό. Πολλοί γνωστοί συνθέτες έγραψαν όπερες για την φωνή των Καστράτων, με το κοινό να τους ζητά όλο και περισσότερο. Τις δεκαετίες του 1720 και το 1730, περίπου 4.000 αγόρια ευνουχίζονταν κάθε χρόνο, με τις ευλογίες της εκκλησίας, ώστε να προσπαθήσουν να κάνουν καριέρα στην ακμάζουσα τότε μπαρόκ όπερα. Ανάμεσά τους υπήρχαν και γόνοι πλουσίων οικογενειών, όπως ο διάσημος Καστράτος Καφφαρέλλι, όμως τα περισσότερα αγόρια ήταν παιδιά φτωχών οικογενειών και τις περισσότερες φορές πολύτεκνων, τα οποία θυσιάζονταν ώστε να μπορέσουν να βγάλουν ολόκληρη την οικογένεια από την φτώχεια και την ένδεια.
Οι Καστράτοι που δεν τα κατάφερναν και κατέληγαν στην καλύτερη περίπτωση σε χορωδίες, όταν κατέβαιναν από την σκηνή αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη περίπτωση άκομψα και πολλές φορές με χλεύη και περιφρόνηση. Δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους διάσημους, οι οποίοι αμείβονταν με πολύ μεγάλα ποσά για την εποχή, ενώ ανάμεσα στις κυρίες της υψηλής κοινωνίας είχαν αποκτήσει και φήμη φλογερών εραστών!
Η χρυσή εποχή των Καστράτων κράτησε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο τελευταίος ρόλος σε όπερα για φωνή Καστράτου γράφτηκε το 1824 Τζάκομο Μέγιερμπεερ. Η αλλαγή στην τεχνοτροπία της όπερας, με τους λεγόμενους Κόντρα-Τενόρους να κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά και η ηθική απαξίωση του ευνουχισμού συνετέλεσαν στην παρακμή του φαινομένου. Το 1870 ο ευνουχισμός για μουσικούς λόγους απαγορεύτηκε από την εκκλησία, ενώ το 1902, διατάχθηκε και η απομάκρυνση όσων είχαν απομείνει. Ο τελευταίος Καστράτος ήταν ο Αλεσάντρο Μορέσκι, που πέθανε το 1922. Αργότερα βέβαια, σύμφωνα με στοιχεία που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέχιζε να χρησιμοποιεί Καστράτους μέχρι και το 1959. Στο τέλος του 20ου αιώνα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’ αναγκάστηκε να ζητήσει συγνώμη δημόσια.