Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα, όταν μου έκαναν την ερώτηση «ποιος είναι ο αγαπημένος σου Έλληνας κωμικός;», η σκέψη μου πήγαινε πάντα στα παλιά χρόνια. Δεν σκεφτόμουν καν τους σημερινούς κωμικούς, που υπάρχουν και είναι πολύ καλοί, πιο τεχνίτες, χωρίς να υστερούν σε ταλέντο.
Όμως πάντα το μυαλό μου πήγαινε στα παλιά. Κι επειδή δεν μπορούσα να πω μόνο έναν, έφτιαχνα συνήθως μια πεντάδα, που πολλές φορές άλλαζε, ανάλογα με τις πρόσφατες ταινίες που είχα δει. Όμως ένας ήταν πάντα στην πεντάδα και δεν έπαιρνε ποτέ κανένας την θέση του: ο Ντίνος Ηλιόπουλος.
Το κωμικό ταλέντο του είναι γνωστό και δεν χρειάζεται ανάλυση. Το θέμα με τον Ντίνο Ηλιόπουλο ήταν πως επρόκειτο για πολυεργαλείο. Μπορούσε να τραγουδήσει, να χορέψει καταπληκτικά, να σε κάνει να γελάσεις με αυτή την αξέχαστη παύση και το βλέμμα του. Και μπορούσε να σε συγκινήσει πολύ εύκολα, με το τρέμουλο στην φωνή του, ή με τα όμορφά του λόγια, που πολλές φορές ήταν δικά του, εκτός σεναρίου.
Έπαιξε σε κωμωδίες ως επί το πλείστον, αλλά όχι μόνο. Έπαιξε σε μιούζικαλ ή σε δράμα, όπως «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου, καταφέρνοντας όχι μόνο να κλέψει την παράσταση, αλλά να φτιάξει μια σχολή ηθοποιού θα τολμούσα να πω, εφάμιλλη με εκείνη που κατάφερε να φτιάξει ο Θανάσης Βέγγος.
Ο αυτοσχεδιασμός του ήταν δεύτερη του φύση. Δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω το ρεσιτάλ του, κωμικό, δραματικό και στο τέλος χορευτικό, στις «Κυρίες της αυλής». Η διακριτική του παρουσία, κυρίως λόγω της λεπτότατης εξωτερικής του εμφάνισης, μπορούσε να γεμίσει την οθόνη, με μια του ατάκα, με ένα του βλέμμα στο κενό, από το οποίο όπως φαίνεται έπαιρνε δύναμη και έμπνευση. Κι όταν αποφάσιζε να χορέψει Charleston, ακόμα και δίπλα σε πιο «επαγγελματίες» χορευτές, το βλέμμα σου πήγαινε πάνω στην φυσικότητα με την οποία το χόρευε. Χόρευε για εκείνον, όχι για σένα, χόρευε επειδή του άρεσε, όχι για να κάνει την δουλειά του.
Μπορεί μερικοί κωμικοί ηθοποιοί να του έβαζαν τα γυαλιά σε κάποιους τομείς. Αν και φορούσε πάντα γυαλιά. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στο παρουσιαστικό και στην πυγμή, ο Θανάσης Βέγγος στην δράση, ο Ορέστης Μακρής στην καυστικότητα, ο Νίκος Ρίζος στο εύρος της φωνής. Όμως κανείς δεν ήταν «ελβετικός σουγιάς», όπως ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ένας άνθρωπος που σεβάστηκε, τίμησε και αγάπησε την τέχνη του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Σαν σήμερα, στις 12 Ιουνίου του 1915, ο Ντίνος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για να έρθει σε ηλικία 20 ετών στην Ελλάδα και να την κατακτήσει με το ταλέντο του. Και να φανταστείτε πως κόπηκε στις εξετάσεις που έδωσε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Κάθε εμπόδιο για καλό. Φαίνεται πως αργότερα πείσμωσε και έγινε αυτό που έγινε.
Μπορεί λοιπόν, τις περισσότερες φορές που τον φέρνω στο μυαλό μου να χαμογελάω ή να γελάω, όμως η πρώτη εικόνα που μου έρχεται είναι πάντα αυτή του χορευταρά Ντίνου. Ενός ανθρώπου που γέμιζε πάντα την σκηνή και την οθόνη με το μοναδικό του στυλ, το στυλ ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε ποτέ να τολμήσει. Ήταν ο δικός μας λιγνός, που μπορούσε παρολ’ αυτά να σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρο τον «κόσμο»...
Πέτρος Καλογεράς