Τι σημαίνει «πουρμπουάρ» και ποια είναι η ιστορία του φιλοδωρήματος
Να αφήσεις ή να κάνεις το Κινέζο;
Δημοσίευση 22/7/2017 | 00:18
Πριν τη κρίση μαλώναμε ποιος θα αφήσει μεγαλύτερο πουρμπουάρ. Σήμερα κοιτιόμαστε μεταξύ μας, μετά κοιτάμε το σερβιτόρο, και με κατανόηση ό ένας προς τον άλλο, αποχαιρετιόμαστε.
Πολλά επαγγέλματα, κυρίως σε χώρους εστίασης και τουρισμού, στηρίζονται στα πουρμπουάρ για ένα σεβαστό ποσό. Οι τουρίστες έχουν στη νοοτροπία τους να αφήνουν επιπλέον χρήματα από τον λογαριασμό για τους υπαλλήλους. Οι Έλληνες όχι και τόσο. Ποια είναι η ιστορία όμως του πουρμπουάρ; Πως καθιέρωθηκε;
Η λέξη πουρμπουάρ προέρχεται από την γαλλική έκφραση «pour boire» και σημαίνει «κάτι για να πιείς». Ως κίνηση καθιερώθηκε αρχικά τον 17ο αιώνα από τους πελάτες των πανδοχείων της Αγγλίας, κατά την είσοδό τους στα πανδοχεία, σε μια προσπάθεια να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης και σίγουρα όχι λόγω ευγνωμοσύνης.
Ως δωροδοκία θεωρούνταν το αγγλικό tip, από το ακρωνύμιο της φράσης to insure promptness, που προήλθε από τους θαμώνες των παμπ τον 18ο αιώνα και εξασφάλιζε την προθυμία του σερβιτόρου να τους εξυπηρετήσει.
Βασιλιάδες και αριστοκράτες της γηραιάς ηπείρου συνήθιζαν να προσφέρουν ένα χρηματικό ποσό στους ιπποκόμους και τους υπηρέτες τους σαν ένα είδος δώρου για την αφοσίωσή τους.
Στην Αμερική οι πρόσφατα απελευθερωμένοι σκλάβοι δεν πληρώνονταν καθόλου από τα αφεντικά τους και ζούσαν μόνο από τα φιλοδωρήματα. Ωστόσο το κοινό αίσθημα απέρριψε αρχικά αυτήν την τακτική καθώς θεωρήθηκε αντιδημοκρατική και αντιαμερικανική.
Μάλιστα σύμφωνα με ένα άρθρο που εμφανίστηκε στους New York Times το 1897, υπήρξε ακόμη και κίνημα κατά του φιλοδωρήματος στην Αμερική.
Με τη λήξη ωστόσο του εμφυλίου πολέμου στη χώρα και την ανάδυση μιας νέας τάξης, της αστικής, το φιλοδώρημα γρήγορα άρχισε να εξαπλώνεται και στην αμερικανική κοινωνία. Οι προσφάτως πλούσιοι επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου με έπαθλο το πιο παχυλό φιλοδώρημα, σε μια προσπάθεια επίδειξης του πλούτου τους και υποβιβασμού των σερβιτόρων.
Το 1915, έξι νομοθέτες από το Ουισκόνσιν, το Ιλινόις, την Αϊόβα, τη Νεμπράσκα, το Τενεσί και τη Νότια Καρολίνα επιχείρησαν αλλά δεν κατάφεραν να περάσουν ένα νομοσχέδιο εναντίον των παράνομων αμοιβών, που περιελάμβαναν τα φιλοδωρήματα.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επικρατούσε η ρατσιστική ιδέα ότι όποιος αποδεχόταν το φιλοδώρημα βρισκόταν σε κατώτερη θέση. Σιγά-σιγά ωστόσο καθιερώθηκε στον κλάδο της φιλοξενίας, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τις σιδηροδρομικές εταιρίες.