ΚΕΡΔΙΣΤΕ
Δείτε τους νικητές: Το βιβλίο του καλοκαιριού που μιλά στην καρδιά
Συνέντευξη με την συγγραφέα Βάσια Μαυράκη
Δημοσίευση 25/7/2017 | 11:41
Μια καρμική ιστορία αγάπης, ιδανική συντροφιά για τις μέρες του καλοκαιριού. Ο Άρχης και η Δαμεία, δύο σύγχρονοι άνθρωποι, συναντιούνται τυχαία στην αυλή της Μονής του Ταξιάρχη στην Μυτιλήνη, θέλοντας να ευχαριστήσουν- ο καθένας για τους δικού του λόγους-τον Άγιο για το θαύμα που τους άλλαξε τη ζωή. Μιλάμε με την συγγραφέα Βάσια Μαυράκη για το νέο της βιβλίο ενώ κληρώνουμε αντίτυπα σε δύο τυχερούς!
«Χίλια Χρόνια Μετά… και άλλα χίλια», το πρώτο σας βιβλίο. Μιλήστε μας λίγο για την επιλογή του τίτλου.
Ο τίτλος κάθε βιβλίου είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία του. Ο τρόπος με τον οποίο μας συστήνεται και ο λόγος που πολλές φορές μπορεί να μας κάνει να το πάρουμε στα χέρια μας. Το χίλια χρόνια... κρύβει στον τίτλο του μια υπόσχεση... Δεν τελειώνει τίποτα τώρα, μας δηλώνει. Δεν τελειώνει ο χρόνος, απλώς κυλά και εμείς τον ακολουθούμε, μπαίνοντας και ξαναμπαίνοντας σε νέους χρονικούς κύκλους αλληλένδετους μεταξύ τους. Το χίλια χρόνια μετά... μας βάζει στην αναμονή για κάτι ατέρμονο που συνεχώς επαναλαμβάνεται, όπως η ιστορία αγάπης του Άρχη και της Δαμείας.
Οι ήρωες σας περνούν από διάφορες δοκιμασίες. Χωρίς να μας αποκαλύψετε σημεία-κλειδιά της ιστορίας σας, η κοινή ή όχι πορεία τους εξαρτάται από τις επιλογές τους ή είναι η μοίρα που αποφασίζει γι’ αυτούς;
Πιστεύετε αλήθεια πως οι επιλογές της ζωής μπορεί να είναι αποκλειστικά δικές μας; Πως μπορούμε να έχουμε τον πρώτο και μοναδικό λόγο εμείς; Τότε οι ζωές όλων μας θα ήταν τόσο πολύ ίδιες, γιατί σχεδόν κανένας μας δεν θα επέλεγε τη δυσκολία, την απώλεια, τη δυστυχία, το ανεκπλήρωτο. Οι ήρωες μου είχαν προεπιλεγεί από τη μοίρα γιατί είχαν σπουδαίο σκοπό να εκπληρώσουν και είχαν τρεις ευκαιρίες, τρεις ζωές, για να το καταφέρουν. Ο έρωτάς τους έχει διάσταση μεταφυσική... Δυο παλιές, παμπάλαιες ψυχές, που οφείλουν να «κάψουν» κάρμα για να απελευθερωθούν και να βιώσουν τον έρωτα που τους αξίζει!
Από τι κινδυνεύει να ναυαγήσει ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών σας;
Μα φυσικά από το δηλητήριο! Από το δηλητήριο που κυλά στις φλέβες του Άρχοντα, το δηλητήριο που κρύβεται κάτω από το κατακόκκινο ρουμπίνι του δαχτυλιδιού του Σιρχάν, από το δηλητήριο που κρύβεται πίσω από τις σχέσεις των ανθρώπων που δεν έχουν καταφέρει να νικήσουν το θηρίο μέσα τους. Είναι το πεπρωμένο των μεγάλων ανθρώπινων σχέσεων, ερωτικών ή μη, να πεθαίνουν τελικά δηλητηριασμένες.
Στην πραγματική ζωή, υπάρχει αυτό που λέμε παντοτινός έρωτας; Ή μόνο δίπλα στην αγάπη μπαίνει τελικά αυτό το επίθετο;
Αυτό το επίθετο όπου και αν μπει τελικά, ακυρώνει τον εαυτό του! Αναζητούμε το «πάντα» σε μια ζωή που δεν είναι παντοτινή. Στο δικό μου μυαλό το πάντα είναι συνυφασμένο με το αιώνιο, το ατελείωτο, το αέναο... Στην πραγματική ζωή παντοτινός έρωτας δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε παντοτινή αγάπη, γιατί είμαστε πρόσκαιροι εμείς οι ίδιοι! Μπορεί όμως να υπάρξει έρωτας κυκλικός και επαναλαμβανόμενος, αγάπη κυκλική και επαναλαμβανόμενη, που συνεχώς αλλάζει επίπεδα και αναβαθμίζεται... Και διαρκεί χίλια χρόνια και άλλα χίλια...
Έχετε κάποιο τελετουργικό την ώρα που γράφετε;
Με πάτε πολύ πίσω με αυτή σας την ερώτηση, τότε που διάβαζα βιογραφίες αγαπημένων συγγραφέων, με λεπτομέρειες για τη ζωή τους και τα δικά τους τελετουργικά γραφής. Διάβαζα για τον Ernest Hemingway ότι έγραφε πάντα όρθιος τις πρώτες πρωινές ώρες με μια στρατιά καλοξυσμένα μολύβια πλάι του, έχοντας θέα στον ωκεανό. Για τον θεϊκό μας Καζαντζάκη, πως έγραφε πάντα με μια χούφτα αλάτι και ένα ξύλο κανέλας πάνω στο γραφείο του, για να θυμάται τη νομαδική καταγωγή του. Και κρυφοζήλευα και φανταζόμουν και εμένα έτσι ... Να γράφω με κάποιες μικρές ιδιοτροπίες που θα με έκαναν ξεχωριστή. Το μόνο όμως τελετουργικό που έχω καταφέρει να καθιερώσω την ώρα που γράφω δεν έχει κανένα από τα παραπάνω στοιχεία. Γράφω πάντα βράδυ. Οι νυχτερινές ώρες πέρα από ήσυχες είναι και λίγο συνωμοτικές και ένα βιβλίο θέλει «μυστικό» περιβάλλον για να δέσει την πλοκή του... Είναι λίγο σαν τον σπόρο που περιμένει κρυμμένος μέσα στο σκοτεινό χώμα να ριζώσει , σιγά-σιγά να βλαστήσει και όταν πια δυναμώσει να εκθέσει τα άνθη και τους καρπούς του στο φως.